Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες

the roots web banners 06

Ιστορίες

11.01.2013 | 12:38

Γράφει ο kapakapamoiris

 

Προχτές αργά το απόγευμα αποφάσισα ότι ο καλλωπισμός πρέπει να πεθάνει. Ήρθε η εποχή να αφήνονται οι λέξεις να βγουν στο δρόμο μονάχες τους, όχι δυο δυο ή τρεις μαζί, ούτε ντυμένες. Γύμνια. Ούτε παπούτσι, ούτε ζακέτα, ούτε βρακί. Αχτένιστες, άλουστες. Όπως τις είδα στη γέννα. Ή αυτές είδαν εμένα, δεν έχει και μεγάλη σημασία ποιός πρώτος.

10.01.2013 | 21:58

Από το jaquou.wordpress.com

Μόνο χαμογελάω σήμερα. Ξύπνησα χαράματα και είμαι σίγουρη πως κοιμόμουν για ώρες χαμογελαστή. Μετά από τόσες κουβέντες τις προηγούμενες μέρες, κάθε μέρα σχεδόν, ώρες ολόκληρες γύρω από τραπέζια, τόσα τηλέφωνα, ερωτήσεις, απορίες, αγωνίες, σήμερα δεν χρειάζεται να πω ούτε μια λέξη. Θα συναντηθούμε εκεί που συμφωνήσαμε, θα περπατήσουμε για λίγο μαζί στους κρύους βρώμικους κι άδειους δρόμους, θα ανοίξουμε με το κλειδί μας την πόρτα και αφού την κλείσουμε πίσω μας θα φτιάξουμε ένα ζεστό και θα περιμένουμε.

10.01.2013 | 13:12

καλησπέρα δεσμοφύλακες / περάστε / καθίστε / τι να σας βγάλουμε;

09.01.2013 | 14:27

Από το  silentcrossing.wordpress.com

Τα κτίρια είναι γέρικα πλοκάμια που σαλεύουν μορφοκλασματικές καμπύλες. Ποια είναι η άλλη διαδρομή που ταξιδεύουμε μαζί για να σου πω ό,τι προφτάσω; Πίσω από μένα κάποιος γελάει σε μια αποθήκη φαρμάκων και μια κοπέλα μουντζουρώνει τις μέρες που δε θυμάμαι. Μόνο στο δρόμο θ’ ανταλλάζω τα δίκαια δώρα κι ευτυχώς είναι ακόμα νωρίς να γνωριστούμε σε μια βουή από παράταιρα χέρια (και πόσα άλλα ξεριζώσανε οι φίλοι για να υπνοβατούμε στων συζητήσεων τις ψυχρές αντηχήσεις για όλα τα ακίνδυνα χρόνια που ζούμε). Θα πάρει μήνες για να μου πεις πόσο με ήθελες τότε. 

09.01.2013 | 13:25

Γράφει η Ouming

Καθρέφτισα τα δόντια μου στο τζάμι, ήταν άσπρα κι από πίσω περνούσαν δέντρα. Κάθομαι στη θέση μου και πίνω έναν καφέ, τον αφήνω στο αναδιπλούμενο τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος. Σε κάθε στροφή κυνηγάω το ποτήρι, κυνηγάω το τραπεζάκι, μοιάζει σαν να προσπαθώ να τινάξω το τσιγάρο μου στο τασάκι, όταν είναι πάνω στην κοιλιά σου που ανεβοκατεβαίνει. Εδώ και ώρα προσπερνάμε σπίτια στο πουθενά, με μπουγάδες που σπαρταράνε στα σκοινιά. Θα υπέθετα ότι σφύζουν από ζωή, αλλά δεν βλέπω κανέναν.

09.01.2013 | 13:17

Τα πρωινά η Αθήνα μοιάζει με ζαλισμένη πόλη, μόνο που πια η ζάλη δεν οφείλεται στο ξέφρενο ξενύχτι της προηγούμενης νύχτας, τώρα είναι το μυαλό μας που δεν μπορεί να ξεκουραστεί. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ανάβω το καλοριφέρ, ο καυτός αέρας της μηχανής μου ζεσταίνει τα δάχτυλα αλλά μου κόβει και την ανάσα, άλλη μια ασφυκτική φροντίδα, σκέφτομαι, μόνο που αυτήν μπορώ να την ελέγξω με ένα κουμπί. Στην πλατεία κάνουν έργα για την αποκατάσταση του υπόγειου παραπόταμου του Κηφισσού, πάλι οι γνωστές σκέψεις για την Αθήνα, πόσο διαφορετική θα ήταν αν το ποτάμι είχε νερό αντί για χιλιόμετρα ασφάλτου γεμάτα λακούβες. Ας είναι, τώρα δεν μπορεί να αλλάξει μάλλον, τουλάχιστον οι λαμαρίνες που οριοθετούν την περιοχή των έργων προσφέρουν όση επιφάνεια χρειάζεται εκείνος για να της γράψει με μεγάλα μαύρα γράμματα “Αλεξάνδρα σ’ αγαπώ”.

09.01.2013 | 03:05

Από το taxamenaepeisodia.wordpress.com

Καμμιά φορά οι γιορτές ξεκινούν όταν σβήσουν τα φώτα.

Σηκώνεσαι το πρωί, μετά την αναγκαστική κραιπάλη που σε βοήθησε να αντέξεις άλλο ένα ρεβεγιόν, και φτιάχνεις μια κούπα από εκείνον τον καφέ που δεν πίνεται. Βγάζεις από την ντουλάπα την παλιά σχολική σου τσάντα, πετάς μέσα δύο τζιν και τρία πουκάμισα και κατεβαίνεις στο λιμάνι. Το πλοίο έχει ήδη κλείσει την είσοδο για τους επιβάτες κι εσύ τρέχεις να μπεις από το γκαράζ μαζί με το τελευταίο φορτηγό, είναι πάντα αυτή η τελευταία στιγμή που μας σώζει. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής στο κατάστρωμα κοιτάς τα περιγράμματα των νησιών που αφήνεις πίσω, τις άσπρες κουκκίδες στην κορυφή και τους γαλάζιους τρούλους, όλα μοιάζουν μικρά όταν παρεμβάλλεται η θάλασσα.

09.01.2013 | 02:53

παπάρια, τι να τα κάνεις αυτά;

09.01.2013 | 02:38

και να καπνίζω.

08.01.2013 | 02:40

Γράφει ο kapakapamoiris

Απόπειρα γραφής μετά από κανονική δόση λεξοτανίλ -6ρι mg- είναι μάταιος κόπος. Χειρότερα ήταν με τα εικοσάρια Ladose, κι ας έκανα χειλιτζίκια και τα ‘κοβα μισά. Τότε έγραφα μόνο για ο,τι τέλειωνε σε -ματα. Αίματα, ψέματα, σπέρματα, κυρίως ψέματα. Με κορόιδευα αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Μάρτυρας να με καταδώσει δεν υπήρχε κι όταν υπήρχε δεν διάβαζε.

Με τα λεξοτανίλ θέλεις μόνο να κοιμάσαι. Κι όταν ξυπνάς, ότι και να ΄χεις αντικρίσει μεταξύ του πρώτου και του δέκατου REM, σε αφήνει αδιάφορο. Δεν θέλεις να γράψεις γι’ «αυτό». Ούτε λέξη. Δάχτυλα μακριά από πλήκτρα. Αν «αυτό» είναι γυναίκα, θες να φιλήσεις το λαιμό της, να χώσεις τα χέρια σου μέσα στη μπλούζα της, και μετά να χαϊδεύεις το λαιμό της και να φιλάς τα στήθη της. Προσπαθώντας να μην αφήσεις παραπονεμένο κανένα από τα δυο. «Εδώ, έλα ξανά, δεν το φρόντισες αρκετά αυτό, θέλει να το πονέσεις κι άλλο». Αυτό θες, άρωμα, γεύση, μελανιά γυναίκας κι όχι caps lock και enter και save as.

 

banner 300x250 superRunner thessaloniki GR

 

stenos pccom