Γράφει ο Τσαλαπετεινός
Ο συρμός σταματάει, οι πόρτες ανοίγουν. Βγαίνουν αρκετοί, μπαίνουν περισσότεροι. Τελευταίος, ένας άντρας γύρω στα 60. με λευκό μπαστούνι. Η άκρη του με επαναλαμβανόμενα τικ -τικ στο δάπεδο του βαγονιού, ανιχνεύει το χώρο. Τρεις επιβάτες τινάζονται για να του παραχωρήσουν τη θέση τους. Ο πιο γρήγορος, ο πιο αποφασισμένος τα καταφέρνει. Φτάνει μπροστά του, “θέλετε να καθίσετε;” τον ρωτάει και μετά το καταφατικό του νεύμα, βάζει τον πήχη του κάτω από το απλωμένο χέρι του τυφλού άντρα και τον οδηγεί στη θέση που καθόταν. Οι άλλοι κοιτάζουν ανέκφραστοι. Σχεδόν υπνωτισμένοι. Ή δεν κοιτάζουν καθόλου. Ο συρμός ξεκινά για τον επόμενο σταθμό.
Από taxamenaepeisodia.wordpress.com
Γεγονός πρώτο: Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τον χρόνο και την ηλικία. Όταν ήμουν 15 πίστευα ότι είμαι 17, όταν πήγα 20 πίστευα ότι είμαι 18. Τώρα που πάτησα τα 30 όμως, νιώθω ακριβώς τόσο. Εγώ το λέω συμφιλίωση. Εσύ πες το όπως θες.
Γράφει to portatif
νύχτα ψύχος μεσάνυχτα πάμε να περπατήσουμε όλα είναι τέλεια ο αέρας θα καμουφλάρει τα μουγκρητά που μας ξεφεύγουν ανεξέλεγκτα και χωρίς λόγο το κρύο θα κρύψει το σύνηθες τρέμουλο στο δεξί μας χέρι φυσάει βρέχει όλα είναι τέλεια και η βροχή θα σκεπάσει τα δάκρυα που έπρεπε να κυλήσουν από χθες το απόγευμα στη δουλειά έλα πάμε πριν φύγει ο χρόνος όλα εγγράφονται στις βλεφαρίδες μας το σκοτάδι θα κρύψει όλες τις μελανιές από τις πτώσεις μας μεταξύ του κενού και της αποβάθρας και τώρα αν πέσουμε δε θα υπάρχει κανείς για να γελάσει μαζί μας θα πούμε δεν είδαμε τη λακκούβα εγώ δε βλέπω καμιά λακκούβα στ' ορκίζομαι εδώ ήταν πριν λίγο
Σήμερα μιλούσα διαδικτυακά με έναν καλό μου φίλο. Τον διέκοψε κάποια στιγμή ένα τηλεφώνημα. Όταν επέστρεψε μου είπε ότι ήταν μια μελαγχολική κοπέλα από κάποια εταιρία τηλεφωνίας, τον ρώτησε αν θα ήθελε να αλλάξει το συμβόλαιο του με τον ΟΤΕ. Σκέφτηκα τη ροδοσταχτιά ουτοπία που φαντάζονται αυτά τα κορίτσια ενώ πατάνε τα πλήκτρα του τηλεφώνου, μηχανικά. Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως κορίτσια βρίσκονται στην άλλη άκρη της γραμμής. Οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών των τηλεφώνων.
Από το taxamenaepeisodia.wordpress.com
Άρχισε να βρέχει πάλι. Λες ότι το χρειάζονταν οι δρόμοι, για να γλιστρήσει πάνω τους και η τελευταία στεγνή διαδρομή. Πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα εποχή, δεν περπατάμε πια, ολισθαίνουμε. Ντυνόμαστε ζεστά και βγαίνουμε έξω. Προχωράς μπροστά και φωτογραφίζεις κάθε πολύχρωμο γκράφιτι, οι τοίχοι της πόλης δεν είναι πια επιφάνειες πρόσκρουσης, έχουν βάθος για να απορροφούν τους κραδασμούς. Εγώ από συνήθεια ψάχνω πάντα τις ασπρόμαυρες φιγούρες του Sonke, μέχρι και πριν λίγες μέρες μου θύμιζαν ένα σπίτι, τώρα χάθηκε και ο πίνακας και το σπίτι, πού να σου εξηγώ τώρα. Η βόλτα μεγαλώνει από μικρές λεπτομέρειες, στο Μοναστηράκι σε τραβάω σε όλα τα μαγαζιά με παλιά κόμιξ για να βρω Τεν Τεν, στου Ψυρρή μου αγοράζεις ζεστά κουλούρια και σιγοτραγουδάμε παλιά λαϊκά κάτω από φωτιστικά κρεμασμένα στον ουρανό, κάπως πρέπει να ξεγελάσουμε τον ρυθμό της πόλης μου λες, κάπως πρέπει να γελάσουμε.
Γράφει ο kapakapamoiris
Εισιτήριο βγαλμένο βδομάδες νωρίτερα, «δεν μπορώ τηλεφωνικά αγόρι μου, όχι για τις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, να έρθεις από δω». Θυσιαζόταν ένας για άλλους τρεις, άλλαζε κάποιο Σάββατο δυο αστικά και κατέβαινε από Γουδί Κηφισό. «Μαλάκα, τελευταία φορά που πάω εγώ, για το Πάσχα θα πας εσύ, εξηγούμαι από τώρα».
Από το mpananas.wordpress.com
Δεν το φανταζόμουν πως μπορεί η δικιά σου ανεργία να προκαλεί τέτοια αμηχανία στους άλλους. Ντρέπονται που ρώτησαν πως πάει η δουλειά λες και έγινε κάτι που το ξαναθύμισες. Λες και το ξέχασα. Μετά πάντα ακολουθεί η ίδια ερώτηση ‘και; ψάχνεις καθόλου για δουλειά;’ Η αποθέωση είναι η έκφραση που παίρνει αυτός που ρωτά, όταν του απαντήσεις όχι δεν ψάχνω. Μια έκφραση μεταξύ λύπης, συμπόνιας και ερωτηματικού. Κάτι ανάμεσα από το ‘που να ψάξεις και συ’ με το ‘δε μπορείς να μείνεις έτσι’. Σκέφτομαι πως στην ανεργία και το θάνατο οι άνθρωποι δε ξέρουν τι να πουν και πετάνε κάτι στερεοτυπικά χωρίς να λαμβάνουν υπόψη εσένα που τα λες.
Το Σάββατο της μεγάλης βροχής αποφάσισα να έρθω να δω τη μάνα μου. Κάθε χρόνο το κάνω. Τρεις μέρες το πολύ. Έξω από την Πάτρα με έπιασε καταιγίδα, είχε νυχτώσει, από δύο τρύπες της οροφής μπαίνανε νερά στο πίσω κάθισμα. Δεν προλάβαινα με τίποτα το τελευταίο φεριμπότ, έτσι πήρα την κατηφόρα για την Πάτρα. Σκοτάδι. Ψυχή.
Αφότου φτιάχτηκε ο περιφερειακός, έπαψα να περνάω από αυτή την πόλη, που ποτέ δεν την αγάπησα. Ερχόμασταν εδώ, παλιά, για πράγματα που δεν είχαμε στη Ζάκυνθο: γιατρούς, να δώσουμε εξετάσεις, να αγοράσουμε κάτι. Ήταν μια πόλη αρχοντοβλάχικη, χωρίς χρώμα, που έπλεε μεταξύ πολλών πραγμάτων και δεν στεκόταν πουθενά. Ακόμα και το λιμάνι της άχρωμο μου φαινόταν. Όλοι είχαν την όψη μεταπράτη.
Από το kospanti
Μια μονοκατοικία στη Βάρη. Στο δρόμο μπροστά τρεις εργάτες της εταιρείας υδρεύσεως τρυπάνε την άσφαλτο με τα εργαλεία τους. Μερικά μέτρα πιο πάνω τα παιδιά παίζουν στη γειτονιά με μια μπάλα. Ένα τρίκυκλο περνά τούτο το δρομάκι κάθε βράδυ στις δέκα. Μαζεύει χαρτόκουτα και παλιοσίδερα από τους κάδους. Δεκέμβρης κι οι νεραντζιές λυγίζουν σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Μέσα στη μονοκατοικία, στο σαλόνι, η τηλεόραση ανοιχτή. Ειδήσεις. Περιμένουν το αγαπημένο τους σήριαλ. Εκείνος της δίνει τροφή στοργικά. Ένα γιαούρτι, ένα κουτάλι, δυο χαρτοπετσέτες. Τα χέρια του τρέμουν πολύ πλέον και τη λερώνει συχνά στη γαλάζια ρόμπα της. Νόσος του Πάρκινσον. Αυτή ξαπλωμένη τον κοιτά όλη την ώρα στα μάτια σαν ευχαριστώ.
Από το mpananas.wordpress.com
Η χειρότερη μου μέρα στη σχολική βδομάδα ήταν αυτή που ερχόταν ο μαθηματικός. Δε φτάνει που δεν τα άντεχα στο σχολείο έπρεπε να κάνω και στο σπίτι μπας και σταματούσα να φέρνω αυτά τα κάτω από τη βάση. Με το που τελείωνε το μάθημα και τον ξεπροβόδιζα, είχα επιτέλους λίγο χρόνο να μιλήσω με τις φίλες μου στο τηλέφωνο. Να πούμε τα πιο σημαντικά, τα ερωτικά, να ακούσω τις αγαπημένες μου κασέτες, να γράψω όλα αυτά που δεν έλεγα την ώρα που θεωρητικά, πάντα, διάβαζα για το σχολείο.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon