Σε μια φτηνή κι απελπισμένη προσπάθεια να μας αποδείξουμε ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί -στους καθρέφτες έχουμε είδωλο αλλά μπορεί να είναι αποθαμένοι και οι καθρέφτες, δεν τους εμπιστεύομαι- καθήσαμε χτες βράδι και ψάχναμε έναν τόπο κοντινό να μας φιλοξενήσει δυο νύχτες τον Δεκέμβρη. Όπως πολύ παλιά. Ούτε πολλές βενζίνες, ούτε πολλά μεγαλεία, ένα δωμάτιο ζεστό χωρίς παραπανίσια, βόλτες στο κρύο, κρασιά και τσίπουρα πλάι σε μια ξυλόσομπα (πάει κι αυτό το φολκλόρ, σε λίγο θα πηγαίνεις σε τράπεζα και θα καίνε ξύλα, καμιά μαγεία δεν θα απομείνει στον καταραμένο τόπο), ομίχλες και δέντρα που στάζουν, ίσως κανένα παλιό ξεχασμένο φιλί μετά στο δωμάτιο, ένοχοι που αφήνουμε ακόμη ορμόνες να κάνουν έστω για μια ώρα κουμάντο στα νούμερα που μας περιμένουν πίσω.
Tι κάνει την ανάμνηση των σωμάτων που κάποτε μας υποδέχθηκαν με θέρμη να φαίνεται πιο μακρινή κι απ’ τα χρόνια της παιδικής ηλικίας; Ίσως, το διάδοχο σώμα. Είναι δίπλα μας τώρα και το γευόμαστε επί του παρόντος. Με τα χρόνια η εντύπωση της αίσθησης του παλαιού σώματος αδυνατίζει, μένει μια αμυδρή αίσθηση της αρχικής εντύπωσης. Δεν θυμόμαστε τα φιλιά. Θυμόμαστε ότι μας άρεσαν. Δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε το ρίγος. Ξέρουμε ότι διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μας. Εκείνο όμως που για έναν περίεργο λόγο μοιάζει να μην ξεθωριάζει, είναι ο δρόμος που διανύσαμε μέχρι να σφηνωθούμε σαν τρελοί στην αγκαλιά που μας ανοίχτηκε.
Η κάποια στιγμή που στο τηλέφωνο σου λένε ‘κάτσε’ για να σου πουν τα νέα. Εκείνη η στιγμή που δεν έχεις κανένα δράμα να παίξεις. Το σώμα σου ταράζεται από την τόση ζωή. Η τυχαία στιγμή που τα νέα είναι άσχημα. Θα μπορούσαν να ναι και χειρότερα. Ναι, θα μπορούσαν να ναι και χειρότερα. Τηλέφωνα και επανάληψη των ίδιων λέξεων. Με το ποδήλατο, το φορτηγό, κρίσιμο σαρανταοχτάωρο, το πρώτο, το δεύτερο χειρουργείο. Η στιγμή που τα μνημόνια δεν σε απασχολούν πια, ένα τεράστιο ναπανεναγαμηθουνεολα. Η στιγμή που καταλαβαίνεις πως κάθε μέρα αγωνιζόμαστε παίρνοντας ως δεδομένο πως εμείς θα είμαστε καλά. Οι φίλοι μου είναι δυνατοί, σχεδόν υπερήρωες.
Να γράψουμε λες κάτι για την ενοχή, για τις μέρες που περνάμε εσύ κι εγώ απέναντι στη χολέρα, για τις ώρες που αναπνέω μέσα από το στόμα σου και δίπλα στα κρατητήρια οι μπάτσοι βασανίζουν κόσμο, για τα αιώνια δευτερόλεπτα που χάνομαι στον αφαλό σου και κάπου έξω στο δρόμο οι φασίστες μαχαιρώνουν βασανισμένους, η Αθήνα καίγεται κι εμείς ένα κουβάρι χέρια, πόδια κι ακροδάχτυλα κάνουμε κύκλους στο χάος.
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω για όλα όσα με στοιχειώνουν. Μακάρι να μπορούσα να περιγράψω αυτά που έζησα μαζί σου τους τελευταίους μήνες. Την αγάπη μου που είδα να θεριεύει όσο θέριευε η δική σου αρρώστια. Την φροντίδα μου που είδα να γεννιέται εκεί που έκλαιγε η ανάγκη σου. Τις αντοχές μου που ξεπέρασαν τα μέτρα μου, τα ξενύχτια που ξεπέρασαν τις μέρες μου. Όλες τις υπερβάσεις που νίκησαν τις ίδιες τις προσμονές μου. Γιατί δεν περίμενα τίποτα από ό,τι έγινε. Και όσα φρόντιζα επιμελώς να αγνοώ τα προηγούμενα χρόνια, ήρθαν και συστήθηκαν πια ως τελεσίδικα.
Δεν θέλω να σου ξαναπώ για όσα συμβαίνουν γύρω μας, τα ξέρεις πια, τα βλέπεις καθημερινά, κάθε λεπτό, σε εσένα, στους φίλους σου, στους περαστικούς που προλαβαίνεις να ρίξεις ένα γρήγορο, συνήθως λυπημένο, βλέμμα. Άφησέ με τώρα να σου πω για τα άλλα, άφησέ με να σου πω για εκείνα τα λίγα, τα ασήμαντα, που ανακαλύπτω τώρα εγώ, με εσένα, για εσένα. Κι ύστερα γύρνα πάλι στα πολλά, στα σημαντικά, σε αυτά που καθορίζουν το παρόν και το μέλλον μας συλλογικά, σε όσα αποφασίζονται βιαστικά, εκβιαστικά, σε όσα καταστρέφονται με μία παράγραφο νόμου ή μια πρόταση τροπολογίας. Άφησέ με να σου πω για τα ερείπια, αυτά που είμαστε, αυτά που θα γίνουμε, αυτά που τελικά θα ξαναχτίσουμε, θα ξαναβάψουμε και θα τα κάνουμε οικεία. Έστω και αναγκαστικά.
Στο τρένο. Μπαίνει το πιο όμορφο κοριτσάκι του κόσμου. Φωτεινό, καθαρό πρόσωπο, το μαλλί σε περιποιημένη πλεξούδα. Το χαμόγελό του σκάει τρυφερά και αδυσώπητα φυσικά, σε κάνει να θες να βάλεις τα κλάματα. Του λείπουν δύο δόντια μπροστά, σημάδι υγείας, σημάδι παιδικότητας. Η ομορφιά του δεν χαλάει. Ούτε κι όταν απλώνει το χέρι για λίγα ψιλά, πάντα διακριτικά· με συστολή, με σιγουριά. Δεν επαιτεί, μόνο ομορφαίνει αυτούς που κοιτάζει.
1
Δευτέρα, Οκτωβρίου 29η του 1962, βραδάκι στα Γιαννιτσά, έρριχνε καρέκλες και στο καθιστικό του σπιτιού, ετών δεκατεσσάρων,διάβαζα για το αυριανό σχολείο. Μια εβδομάδα χονδρικώς μετά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα και δυό μέρες μετά που οι γονείς μου αγόρασαν ένα ρολόι χειρός με γκρίζο λουράκι μάρκας Belora. Φυσικα δεν διαβαζα, αλλά χάζευα στο απέναντι διώροφο,επειδή η αγάπη μου ήρθε με τους γονείς της επίσκεψη σε μια συγγενική οικογένεια και πρόσεξα πως είχε καθήσει με τρόπο ώστε να βλεπει το περιεχόμενο του δικου μου δωματίου.
"σε σκοτώνω, σε σκοτώνω, σε σκοτώνω, σε σκοτώνω".
Είναι φορές που ξυπνάς και δεν ξέρεις πόσων χρονών είσαι. Μιλώ γι αυτά τα πρώτα δευτερόλεπτα που ο Μορφέας ανοίγει την αγκαλιά του για να σ’ αφήσει να βγεις και το όνειρό σου φεύγει τρομαγμένο από τον ήχο του ξυπνητηριού, ενώ εσύ ανοίγεις τα μάτια να δεις την καινούρια μέρα. Αυτά τα πρώτα δευτερόλεπτα, λοιπόν, δεν γνωρίζεις αν ξυπνάς στο παιδικό κρεβάτι του πατρικού σου ή στο σπίτι της ενήλικης ζωής σου.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon