Προχτές βάλαμε ενάμιση χιλιάρικο πετρέλαιο και από πίσω κάναμε ευχέλαιο -στην είσοδο της οικοδομής- για το κακό μάτι. Κατάσχεση δεν μας κάναν, ως τώρα, αν και δεν ξεχνάνε να τηλεφωνήσουν τα κορίτσια των τριακοσίων ευρώ να «υπενθυμίσουν» και ότι «η συνομιλία μας καταγράφεται». Ακούω «συνομιλία» και θέλω να τις ρωτήσω «και η συνεύρεση; κι αυτή καταγράφεται;» μα δεν είναι πρέπον να πουλάω εξυπνάδα στα κορίτσια του μεροκάματου, δικός τους είμαι κι εγώ. Τώρα που το καλοσκέφτομαι ποτέ δεν με πήρε τηλέφωνο άντρας, χαζά κολπάκια του μάρκετινγκ. Τα ΑΤΜ με βλέπουν πιο συχνά κι από τη μάνα μου. Οι γονείς ΑΤΜ έχουν πεθάνει, παλιά μοντέλα, δεν ξαναβγαίνουν. Βενζίνη μπαίνει με ρυθμούς κατοχικούς, μια φορά τη βδομάδα, άντε δύο στα μεγάλα κέφια. To please refuel αναμμένο μόνιμα, τι χαḯρι να δει με ένα δεκάρικο, τζάνκι της πλάκας το κουρσάκι. Αλλά δεν πειράζει, δυο ευρώ χαρτζιλίκι στη μικρή βγαίνει, κάθε μια, δυο μέρες. Παλιά την έπαιρνα στο κινητό να της πω -όλο ενοχές- «ξέχασα να σου αφήσω λεφτά», τώρα ανακουφίζομαι που δεν θυμάμαι καν αν άφησα. Ή που δεν θυμάμαι να πάρω τηλέφωνο. Ο μεγάλος έχει το μαγικό εικοσάρικο, αυτό που δεν τελειώνει πριν περάσει μισός μήνας. Χρυσό παιδί, αλλά δεν μας φανερώνει το μυστικό να σωθούμε μια και καλή. Φαγητό υπάρχει για όλους, κάθε μέρα. Πετάμε όλο και λιγότερο. Αλλά συνεχίζουμε να πετάμε και να ντρεπόμαστε πολύ γιατί τα περίσσια μας είναι τριάστερο Michelin για κάποιους. Και ρούχα έχουμε, καθαρά, σιδερωμένα. Καινούρια μόνο για τα παιδιά, όλο και πιο αραιά. Ο ράφτης μου με κοιτάζει με λατρεία στα μάτια όσο δεν αποφασίζω αν θα βάλω κιλά ή αν θα χάσω. Τη μικρή την αγαπάει ένας, μπορεί και τρεις. Θα υποφέρουν. Ο μεγάλος αγαπάει. Θα απελπιστεί. Οι πιο μεγάλοι καθόμαστε με τις φόρμες στους καναπέδες, μασουλάμε φιστίκια και μανταρίνια και βλέπουμε «North by Northwest». Οι έρωτες μας βαρέθηκαν και βγήκαν μια μέρα «για τσιγάρα». Δεν επέστρεψαν έκτοτε. Παπάρα Χίτσκοκ που νομίζεις ότι έκανες και ταινίες.