Της είπε ότι θα το σκεφτεί, ίσως κάνει την αλλαγή, δεν είναι φοβερές διαφορές στη τιμή, είναι όπως και να 'χει πανάκριβο το τηλέφωνο. Ο τόνος της τότε άλλαξε, βγήκε από το τυπικό και από την ανάγνωση του σεναρίου τηλεφωνικών πωλήσεων. Να με πάρεις τηλέφωνο αν αποφασίσεις να το κάνεις, με λένε Μ., να με πάρεις για να πάρω το ποσοστό μου από σένα. Μην πας σε κατάστημα γιατί πληρώνονται ήδη εκεί με μισθό.
Ένιωσα ένα σφίξιμο. Τέτοιες στιγμές ανύποπτα παίρνει μορφή ο πόνος του άλλου. Στο αυτονόητο. Στη παρέκκλιση από το τυπικό του κειμένου. Στην προσωπική παράκληση. Και εσύ που δεν χρειάζεσαι αυτό που πουλάει. Που ίσως δεν μπορείς να προσφέρεις και τίποτα. Στη δυστυχία που σε παίρνει τηλέφωνο. Αφού τυλιχτήκαμε αμφότεροι για μια στιγμή σε μια μελαγχολία, το ρίξαμε έπειτα σε αστεία για να ξορκίσουμε το κακό. Για μας, για την κατάσταση. "Εταιρία τηλεφωνίας: συνδέουμε τις απελπισίες". Για την ανθρώπινη φωνή, για δραματικά μονόπρακτα (θέλω να γράψω κάτι γι’ αυτό του λέω, γράψε μου λέει οτι τη ζήτησα 2 μερες μετά και μου είπαν οτι ειναι νεκρή εδώ και 2 χρόνια, και λυνόμαστε στα γέλια.) Μαλακώνει λίγο το βάρος.
Έχω βρεθεί στη θέση της και είναι πολύ πιθανό να ξαναβρεθώ. Να τηλεφωνώ για να προωθήσω υπηρεσίες. Προσπαθώντας να πουλήσω κάτι αλλά όχι εμένα, όσο μπορώ δηλαδή. Δεν ξέρω αν είναι χειρότερο αυτό ή η ανεργία (να παρακαλάς να γίνεις ψυχική προέκταση ταμείου και να μην σε παίρνουν κιόλας.) Δεν ξέρω τι να ελπίζω αν βρεθώ ξανά σε αυτή τη θέση. Ελπίζω να μιλάμε και τότε να μαλακώνει λίγο το σφίξιμο αυτό.