Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>«Στο κέντρο»

banner roots

«Στο κέντρο»
27.12.2012 | 15:54

«Στο κέντρο»

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει ο Τσαλαπετεινός

 

Ο συρμός σταματάει, οι πόρτες ανοίγουν. Βγαίνουν αρκετοί, μπαίνουν περισσότεροι. Τελευταίος, ένας άντρας γύρω στα 60. με λευκό μπαστούνι. Η άκρη του με επαναλαμβανόμενα τικ -τικ στο δάπεδο του βαγονιού, ανιχνεύει το χώρο. Τρεις επιβάτες τινάζονται για να του παραχωρήσουν τη θέση τους. Ο πιο γρήγορος, ο πιο αποφασισμένος τα καταφέρνει. Φτάνει μπροστά του, “θέλετε να καθίσετε;” τον ρωτάει και μετά το καταφατικό του νεύμα, βάζει τον πήχη του κάτω από το απλωμένο χέρι του τυφλού άντρα και τον οδηγεί στη θέση που καθόταν. Οι άλλοι κοιτάζουν ανέκφραστοι. Σχεδόν υπνωτισμένοι. Ή δεν κοιτάζουν καθόλου. Ο συρμός ξεκινά για τον επόμενο σταθμό.
 
Αποβίβαση στο Σύνταγμα. Λιακάδα παράταιρη για Δεκέμβρη, αλλά απολαυστική. Με μπερδεύει ακόμα περισσότερο μια κουβέντα που ακούω τυχαία:”Πότε πέφτει το Πάσχα;” Χάνω την απάντηση που σκεπάζει θορυβώδης εξάτμιση διερχόμενης μηχανής μα αλλάζοντας για λίγο πορεία, ακολουθώ το προπορευόμενο ζευγάρι που λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά ονειρεύεται κι αρχίζει να σχεδιάζει ένα ταξίδι για το Πάσχα. Παράταιρο κι αυτό, εκτός Εποχής, όπως τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στους δρόμους. Βέβαια τη μέρα, περπατώντας στο κέντρο δεν προσέχεις και τόσο τα σβηστά λαμπιόνια. Τη νύχτα  αποφεύγω συστηματικά τους στολισμένους δρόμους. Γι αυτό εκτιμώ ιδιαίτερα μια βιτρίνα στη Σταδίου. Μοναδική της διακόσμηση μια τεράστια φωτογραφία ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ασπρόμαυρη, με ελάχιστο κοντράστ.
 
Η κίνηση στους δρόμους είναι αυξημένη, στα μαγαζιά ελάχιστη. Μόνο το κεντρικό βιβλιοπωλείο παρηγορητικά γεμάτο. Χαζεύω τα βιβλία στους  πάγκους. Το μάτι σκαλώνει λίγο περισσότερο σε ένα γνωστό τίτλο τυπωμένο πάνω όμως σε διαφορετικό εξώφυλλο. “Είναι επανέκδοση διευκρινίζει πωλητής που έπιασε στον αέρα το βλέμμα μου και συνεχίζει με λεπτομέρειες για την πορεία του βιβλίου. “Το `χω” τού λέω και απομακρύνομαι αφηρημένος, μα σταματάω γιατί σκέφτομαι ότι αυτή η κουβέντα μπορεί να ακούστηκε διαφορετικά. Σχεδόν αγενής. “Το έχω αυτό το βιβλίο” ξαναλέω τονίζοντας “το βιβλίο”. “Την παλιά έκδοση. Είναι πολύ καλό. Σας ευχαριστώ.” Χαμογελάει και μού εύχεται “Καλή χρονιά”.
 
Όσο σε περιμένω στην Κοραή με πλησιάζει τσιγγάνα. Φρεγάδα σωστή, μεγάλη, πουλάει φορτικά χαρτομάντηλα. Τη στιγμή που της δίνω το πενηντάλεπτο πιάνει τα δάχτυλά μου και γυρίζει την παλάμη μου. “Εσύ, περνάς μεγάλα ζόρια” μού λέει. Κουνάω το κεφάλι -τάχα ότι το πέτυχε- και πριν προλάβει να συνεχίσει, γυρίζω με τη σειρά μου την παλάμη της. Την κοιτάζω για λίγο και έπειτα της λέω με λυπημένο ύφος: “Εσύ καλό κάνεις και καλό δε βρίσκεις”. Παλιό δοκιμασμένο κόλπο. Αιφνιδιάζεται και με ρωτάει πώς το ξέρω. “ Είδα κι άλλα, αλλά άμα θες να σου τα πω, ασήμωσε”. Προχωρώ και την αφήνω να κοιτάζει έκπληκτη τις γραμμές στο χέρι της.
 
Το έσκασες από τη δουλειά κι έρχεσαι με ένα ωραίο χαμόγελο -κάπως περιπαικτικό, κάπως συνωμοτικό, πάντως μοναδικό- που φωτίζει την Κοραή πιο πολύ κι από τη λιακάδα. Όπως και τις άλλες φορές έχουμε μόλις ένα τσιγάρο χρόνο. Χωράει ίσα ίσα δυο παρατεταμένες αγκαλιές – μια στην αρχή και μια στο τέλος- και πέντε βιαστικές κουβέντες. Όχι τα πιο σημαντικά, όχι τα καθημερινά και τα τρέχοντα, μα τα άλλα, τα δικά μας. Αυτά που όσο μηρυκάζω στη διάρκεια της μέρας τόσο πιο ωραία γεύση αφήνουν εντός μου. Καθώς απομακρύνεσαι, κοιτάζω κάτω τα πατημένα μας τσιγάρα κι ύστερα τη σκιά σου. Ευδιάκριτη κυλάει στη λευκή πλακόστρωση μέχρι που χάνεται μετά από σένα στη γωνία της Πανεπιστημίου.
Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400