Απαλλαγμένος από πόνους και φόβους, άρχισα, τελείως ενστικτωδώς, να ψάχνω να βρω μια γωνία στην οποία θα μπορούσα να κουρνιάσω. Και επειδή στην τρύπα επικρατούσε πυκνό σκοτάδι, αναγκάστηκα να κινούμαι με τα τέσσερα. Επιτέλους, κάποτε με την αφή βρήκα τη γωνία που έψαχνα. Στηρίχτηκα με την ωμοπλάτη σ’ έναν τοίχο, ο οποίος με πίεση του σώματός μου υποχώρησε. Το φαινόμενο αυτό με παραξένευσε. Γι’ αυτό άρχισα να ψαχουλεύω τον τοίχο. Γρήγορα κατάλαβα ότι οι τοίχοι της σκοτεινής τρύπας ήταν ντυμένοι με καουτσούκ.
Γι’ αυτό ονόμασα την τρύπα “Καουτσούκ Κελίˮ. Στη συνέχεια έκανα τη διαπίστωση ότι στην τρύπα αυτή δεν υπήρχε ούτε καμπινές για την εξυπηρέτηση ορισμένων ανθρώπινων αναγκών. Μετά τη διαπίστωση αυτή, περιέπεσα σε μια κατάσταση απάθειας. Πόσο χρόνο πέρασα στη μαύρη τρύπα μού ήταν αδύνατο να υπολογίσω. Γιατί εκεί είχε σταματήσει ο χρόνος. Στη σκοτεινή αυτή τρύπα επικρατούσε απόλυτη μοναξιά. Μια μοναξιά που σε οδηγούσε στην απώλεια του χρόνου και τη σχιζοφρένεια».
Η απομόνωση στο καουτσουκένιο κουτί ήταν απλώς ένα από τα ψυχολογικά βασανιστήρια που δοκίμασαν οι αξιωματικοί της ανατολικογερμανικής Staatssicherheitsdienst, της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας της ΛΔΓ, πιο γνωστής με το χαϊδευτικό Stasi, για να τσακίσουν το ηθικό του Μπακαλιού. Στόχος τους ήταν να τον εξωθήσουν στην ομολογία, στην υπογραφή μιας δήλωσης την οποία είχαν προετοιμάσει οι ίδιοι. Η δήλωση αυτή ανέφερε συνοπτικά ότι «εγώ, ο Μπακαλιός Γεώργιος, είμαι στέλεχος των Δυτικών Ιμπεριαλιστικών Κατασκοπικών Υπηρεσιών. Η αποστολή μου ήταν να οργανώσω ένα δίκτυο στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία και ακολούθως να το προωθήσω στα Κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας καθώς και τη Σοβιετική Ενωση».
Ο Μπακαλιός κατάφερε να πείσει τον εαυτό του να μην υπογράψει ένα έγγραφο το οποίο θα τον οδηγούσε σε ισόβια δεσμά και στις πλέον απάνθρωπες ψυχολογικές δοκιμασίες που είχε επινοήσει ο άνθρωπος έως τότε. Το παράδοξο είναι ότι ο επ’ αόριστον εγκλεισμός στα κολαστήρια της Στάζι ήταν το καλύτερο δυνατό σενάριο για τον Μπακαλιό, κι αυτό διότι το Σύνταγμα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν προέβλεπε τη θανατική ποινή για κανενός είδους έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων και των εσχάτων κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος, ήτοι της κατασκοπείας, της σκευωρίας κ.λπ.
Αφού κατόρθωσε να αντέξει στον αδυσώπητο ψυχολογικό πόλεμο που υφίστατο επί 6 ολόκληρα χρόνια (1970-76) στην Ανατολική Γερμανία, ο Μπακαλιός μοιραζόταν τις αναμνήσεις από το μαρτύριό του περιστασιακά και αποσπασματικά. Εως ότου, πριν από λίγο καιρό και καθώς συμπληρώθηκαν 52 χρόνια από τη σύλληψή του, ο «εχθρός του λαού» Γιώργος Μπακαλιός παρουσίασε την πλήρη καταγραφή της δοκιμασίας του υπό μορφή βιβλίου. Για εκείνον, η κυκλοφορία τού «Εξι χρόνια στα κάτεργα της Στάζι» (εκδ. Επίκεντρο) ήταν το απαραίτητο βήμα ώστε να μεταβολίσει τη φρίκη που έζησε και να κατακτήσει την εσωτερική του γαλήνη.
Προηγουμένως, βέβαια, το 1989, όταν είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, όπως ο ίδιος περιγράφει, «πήρα ένα πρωινό μια βαριοπούλα και μια σακούλα και πήγα στο νότιο μέρος του Τείχους, που χώριζε το Βερολίνο από το Αεροδρόμιο Σένενφελντ. Αρχισα να γκρεμίζω με μανία τα υπολείμματα. Η ικανοποίηση δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια. Αισθανόμουν πως σε κάθε χτύπημα έμπηγα και ένα καρφί στο φέρετρο ενός βάρβαρου συστήματος που μου κατέστρεψε τη ζωή και τώρα κειτόταν νεκρό μπροστά μου. Ηταν η εκδίκησή μου».Τον κάρφωσαν Ελληνες
Ο Γιώργος Μπακαλιός συνελήφθη από τη Στάζι την Παρασκευή 15 Μαΐου 1970, ενώ περπατούσε στο Βερολίνο μαζί με τον πατέρα του, Θωμά Μπακαλιό. Μόλις είχαν περάσει στο ανατολικό τμήμα του Βερολίνου, όταν εντελώς ξαφνικά τρεις άντρες πετάχτηκαν έξω από ένα πολιτικό αυτοκίνητο και απήγαγαν πατέρα και γιο. Ο Θωμάς Μπακαλιός θα παρέμενε κρατούμενος της Στάζι για 6 μήνες. Ο Γιώργος για 6 χρόνια.
Ο Μπακαλιός βρέθηκε στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών της Ανατολικής Γερμανίας λόγω της ιδιότητάς του, ως μεσολαβητής υπέρ των Ελλήνων οι οποίοι βρίσκονταν κατά καιρούς μπλεγμένοι στους κομμουνιστικού τύπου γραφειοκρατικούς λαβυρίνθους του τότε Σιδηρού Παραπετάσματος. Απλοί ανύποπτοι άνθρωποι, οι οποίοι για διάφορους λόγους επισκέπονταν το Ανατολικό Βερολίνο, συχνά κατέληγαν κρατούμενοι της τοπικής Αστυνομίας, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες απολύτως δυσανάλογες των όποιων παραστρατημάτων τους. Τότε έσπευδε προς αρωγή των συμπατριωτών του ο Γιώργος Μπακαλιός, ο οποίος εργαζόταν για λογαριασμό της Ευαγγελικής Εκκλησίας του Δυτικού Βερολίνου ως κοινωνικός λειτουργός. Είχε γεννηθεί στον Σοχό της Θεσσαλονίκης το 1938 και, αφού φοίτησε στη Σχολή Κοινωνικών Λειτουργών της Κολονίας, προσελήφθη στην υπηρεσία διακονικού έργου από την ως άνω εκκλησία.
Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος της δίωξής του από τη Στάζι ήταν, όπως τονίζει επανειλημμένως ο Μπακαλιός στο βιβλίο του, η προδοσία: «Τα άτομα που με κατέδωσαν στη Στάζι είναι ο Αλέξανδρος Γ. από τον Δήμο Παπαφλέσσα και ο Πέτρος Π. από τη Θεσσαλονίκη. [σ.σ.: Στο βιβλίο αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των καταδοτών] Ο Αλέξανδρος Γ. ήταν ο ανεπίσημος πληροφοριοδότης της Στάζι IM “Lakisˮ ή IM “Ilisˮ. Οπως προκύπτει από τους φακέλους της Στάζι, από 23 Ιανουαρίου 1967 μέχρι 4 Δεκεμβρίου 1968, έγιναν συνολικά 26 συναντήσεις του Αλέξανδρου Γ. με τον καθοδηγητή του, υποδιευθυντή του Τμήματος HAII/1, κατά τις οποίες κατέδωσε, εκτός των άλλων, ότι δραστηριοποιούμουν ως κατάσκοπος και ότι η εργασία μου ως κοινωνικού λειτουργού ήταν προκάλυψη για τις κατασκοπικές μου δραστηριότητες». Ο Μπακαλιός γράφει ότι είχε γνωρίσει τον Αλέξανδρο Γ. όταν προσπαθούσε να ματαιώσει την απέλασή του. Φυσικά, χωρίς ποτέ να φαντάζεται ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα τον κατέδιδε στη Στάζι.
Το 1992, ο Γιώργος Μπακαλιός υπέβαλε αίτημα στην ειδική υπηρεσία που είχε συσταθεί αμέσως μετά την πτώση του Τείχους, προκειμένου να του επιτραπεί η πρόσβαση στον φάκελό του. Η σχετική άδεια χορηγήθηκε εντέλει περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα. Ο Μπακαλιός βρέθηκε τότε ενώπιον μιας από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της περιπετειώδους ζωής του: «Ο όγκος των φακέλων είναι 38 τόμοι. Οι τόμοι αυτοί περιέχουν 11.800 σελίδες. Ολα αυτά για μένα! Τους μελέτησα και έφριξα.
Περιείχαν απίστευτες λεπτομέρειες που τους μετέφεραν συνεργάτες τους καταδότες, τις οποίες βεβαίως ερμήνευαν και χρησιμοποιούσαν όπως εξυπηρετούσε τα σατανικά τους σχέδια. Μολονότι ανακάλυψα τα oνόματά τους στους φακέλους, δεν έψαξα ποτέ να βρω αυτά τα καθάρματα, τους Ελληνες που με πούλησαν στη Στάζι. Ισως αναρωτηθεί κάποιος αν τα κίνητρα αυτών των συμπατριωτών μας σπιούνων της Στάζι ήταν ιδεολογικά. Κανένας εξ αυτών εξ όσων έμαθα δεν υπήρξε μέλος κόμματος της Αριστεράς. Απλούστατα ήταν καρφιά της Στάζι γνωστά ως “IM-Inoffizieller Mitarbeiterˮ, που σημαίνει Ανεπίσημοι Συνεργάτες. Προφανώς τους πλήρωναν ή τους εκβίαζαν για προσωπικά θέματα ή και τα δύο μαζί. Τιποτένιοι άνθρωποι».
Ανταλλαγή με τον Μίκη
Οταν η Στάζι τον απήγαγε, ο Γιώργος Μπακαλιός άφησε πίσω του τη σύζυγό του Αγγέλα και τα δύο πολύ μικρά παιδιά τους. Για το μεγαλύτερο διάστημα της φυλάκισής του, στην Αγγέλα Μπακαλιού έφταναν απειροελάχιστες πληροφορίες, σχεδόν δεν ήξερε ούτε πού κρατούνταν ο άντρας της, ούτε σε ποια κατάσταση βρισκόταν. Χαρακτηριστικά, μήνες αφότου έγινε μια από τις γνωστές δίκες-παρωδία, όπως αυτές που συνηθίζονταν κατά κόρον στα σταλινικά καθεστώτα, η Αγγέλα δεν είχε ιδέα τι απέγινε ο Γιώργος μετά από την καταδίκη του σε 12ετή φυλάκιση. Παρ’ όλα αυτά, η Αγγέλα Μπακαλιού κίνησε γη και ουρανό προκειμένου να απελευθερώσει τον σύζυγό της, κάτι που τελικά κατάφερε, όσο απίθανο και αν φαινόταν. Μάλιστα, μέσα στην απόγνωσή του, ο Γιώργος Μπακαλιός είχε προτείνει ενδιαμέσως την ανταλλαγή του με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος ήταν κι εκείνος κρατούμενος, αλλά στην Ελλάδα, από τη χούντα των συνταγματαρχών.
Η απόλυση του Μπακαλιού από τη Στάζι έγινε 6 χρόνια και 11 ημέρες μετά τη σύλληψή του, όταν επέστρεψε στο σπίτι του και αντίκρισε ξανά την οικογένειά του. Οπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο γιοι του τον κοίταζαν σαν έναν εντελώς άγνωστο. «Η αποφυλάκιση και απελευθέρωσή μου», γράφει ο Μπακαλιός, «ήρθε ως αποτέλεσμα των αδιάκοπων και πολύπλευρων προσπαθειών της Ευαγγελικής Εκκλησίας, του εργοδότη μου δηλαδή, του ανυποχώρητου αγώνα της Αγγέλας, και προς το τέλος, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, της παρέμβασης της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στο Ανατολικό Βερολίνο. Μεταξύ Ομοσπονδιακής και Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπήρχε μια συμφωνία εξαγοράς πολιτικών κρατουμένων με τιμή που κυμαινόταν κατά κεφαλή από 40.000 έως 95.000 δυτικογερμανικά μάρκα, ανάλογα με το πολιτικό βάρος του καθένα.
Το παζάρεμα για την εξαγορά φυλακισμένων από τα κολαστήρια της Στάζι γινόταν μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας. Για τη διεξαγωγή του ιδιόμορφου αυτού εμπορίου υπήρχε και ένα ιδιαίτερο Υπουργείο -το Υπουργείο των Διακρατικών Σχέσεων. Στο χρονικό διάστημα 1964-1989 έλαβε χώρα συνολικά η εξαγορά 33.000 πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι απελάθηκαν στη Δυτική Γερμανία. Η Ευαγγελική Εκκλησία δεν πλήρωσε για την απελευθέρωσή μου. Το αντίτιμο, εκατό χιλιάδες δυτικογερμανικά μάρκα, κατέβαλε εξ ολοκλήρου η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας. Η Ευαγγελική Εκκλησία άσκησε όλη της την επιρροή στις δυτικογερμανικές αρχές, οι οποίες με συμπεριέλαβαν στον κατάλογο των κρατουμένων που ήθελαν να εξαγοράσουν το υπόλοιπο της ποινής τους».
Θρίαμβος αντοχής
Το βιβλίο του Γιώργου Μπακαλιού μπορεί να αναγνωστεί σαν μια παρατεταμένη, πείσμων μάχη με την παράνοια που τον περιέζωνε ασφυκτικά από παντού, τον πολιορκούσε εξίσου επίμονα με τη δική του αντίσταση, επί 6 και πλέον χρόνια. Ο Μπακαλιός είδε, σχεδόν κυριολεκτικά, το μυαλό του να εκτροχιάζεται, να χάνεται - και αυτό το είδε πολλές φορές. Στο τέλος όμως άντεξε, κάτι που αποτελεί αξιοθαύμαστο κατόρθωμα, ιδιαίτερα όταν διαβάζει κάποιος περιγραφές όπως η ακόλουθη: «Μια νύχτα ο παραλογισμός μου έφτασε στο έπακρο. Τα βασανιστήρια, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, το αδιέξοδο, η εικασία ότι και η Αγγέλα βρίσκεται στο κολαστήριο της Στάζι και η πεποίθηση ότι για μένα δεν υπάρχει πλέον σωτηρία, μου έδωσαν τη χαριστική βολή.
Τελείως απροσδόκητα, το μυαλό άρχισε να τρελαίνεται και να βλέπει παράλογες μορφές: διαβόλους, αγγέλους, αγίους, συγγενείς και γνωστούς οι οποίοι προ πολλού είχαν φύγει από τον κόσμο της αδικίας και της κακοβουλίας. Και οι μορφές αυτές να χοροπηδάνε μπροστά στα μάτια μου. Το φαινόμενο με έφερε σε μια κατάσταση πανικού. Οι προσπάθειες να διώξω αυτές τις μορφές δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ετρεχα μέσα στο κελί σαν τον παλαβό, σαν να με κυνηγούσαν τα φαντάσματα που έβλεπα. Κάποτε η παραφροσύνη έφτασε στο ζενίθ. Αρχισα να σπάζω ό,τι έβρισκα στο κελί: τη λεκάνη για το νερό, το σκαμνάκι και το τραπεζάκι. Κάτι άλλο δεν υπήρχε. Αρχισα συγχρόνως να κλαίω και στη συνέχεια να ουρλιάζω. Και όπως ήταν αναμενόμενο: Ορμησαν μέσα δύο πανύψηλοι ένστολοι. Εμεινα στη μέση του κελιού ακίνητος σαν κολόνα. Οι ένστολοι, χωρίς να πουν μία λέξη, με άρπαξαν από τον αυχένα με τη διαταγή: “Ξεντυθείτε και φορέστε αυτά εδώˮ. Το πουκάμισο και το μακρύ σώβρακο. Οταν τελείωσα με το βγάλε βάλε, με έσυραν έξω από το κελί».
Πηγή: protothema.gr