Νησιώτισσα που έφυγε μικρή για την Αθήνα -λέω εγώ τώρα μα μπορεί να πέφτω κι έξω. Πάντα τα καλοκαίρια πήγαινε στο νησί της, στο πατρικό, για ένα μήνα, μα τα τελευταία χρόνια που έφυγαν πια από πάνω της οι βαριές υποχρεώσεις, μένει εκεί από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι τέλη Σεπτέμβρη. Φέτος που κράτησε ο καιρός, παρέτεινε κι άλλο τη διαμονή της. Χθες, στο κατάστρωμα δεν το πίστευε ότι μέσα Οκτώβρη θα έκανε τόση ζέστη που θα της χρειαζόταν η βεντάλια.
Οι επιβάτες των πλοίων μπορεί να πει κανείς ότι χοντρικά ανήκουν σε δύο κατηγορίες: αυτοί που σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δε σταματούν τις βόλτες-από αεροπορικές θέσεις, κατάστρωμα, μετά στα εστιατόρια και πάλι κατάστρωμα κι ύστερα στις αεροπορικές- κι οι άλλοι που με την επιβίβαση κάθονται σε μια θέση απ` όπου σηκώνονται μόνο για να αποβιβαστούν. Αυτός ο άντρας, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πέρασε όλες τις ώρες του ταξιδιού στο πρυμναίο κατάστρωμα, κοιτάζοντας χωρίς γυαλιά ηλίου τη θάλασσα. Σκεφτικός.
Ήταν με κάποιον. Καθόταν μαζί ψηλά, στο τελευταίο κατάστρωμα, δίπλα στο φουγάρο. Φυσούσε. Όχι κρύος αέρας. Νοτιάς, σε όλη τη διαδρομή. Όταν από τα μεγάφωνα ακούστηκε ότι σε λίγα λεπτά το πλοίο θα έφτανε στο τρίτο λιμάνι του δρομολογίου, πήγε μόνη της στην πρύμνη, παρακολούθησε όλες τις μανούβρες του πλοίου, το κατέβασμα του καταπέλτη κι ύστερα, πίσω από τα γυαλιά είδα το βλέμμα της χαμένο, όχι στα ασβεστωμένα σπίτια μα σε ένα παρελθόν κάπως μακρινό, όπου υποψιάστηκα ότι ήταν θαμμένος ένας παλιός έρωτας. Ύστερα από ώρα κι ενώ είχαμε πια απομακρυνθεί από το νησί, γύρισε πίσω στη θέση της δίπλα σε εκείνον που μάλλον δεν είχε αντιληφθεί την απουσία της.
“Her name is Bonnie” μού είπε με έντονη Αμερικάνικη προφορά η ηλικιωμένη κυρία που κρατούσε το λουράκι. Ήμουν σίγουρος ότι δεν είχε προσέξει τον τηλεφακό που σημάδεψε το κάτασπρο σκυλάκι της και ξαφνιάστηκα όταν με πλησίασε και μού μίλησε. Την ευχαρίστησα, μού χαμογέλασε και πρόσθεσε “...για τα αρχείο σου, το λέω. Να ξέρεις πώς θα αποθηκεύσεις την εικόνα της.”
Ήταν αφοσιωμένη στο "Bares to Υou" της Sylvia Day. Μάλλον μόλις το είχε αρχίσει γιατί πρόσεξα ότι ήταν στις πρώτες σελίδες. Ίσως τη στιγμή που την φωτογράφησα να διάβαζε: “I pushed through the revolving door of the Crossfire into the lobby ten minutes before nine the next morning. Wanting to make the best impression on my first day, I'd gone with a simple sheath dress paired with black pumps that I slid on in replacement of my walking shoes on the elevator ride up. My blond hair was twisted up in an artful chignon that resembled a figure eight, courtesy of Cary. I was hair-inept, but he could create styles that were glamorous masterpieces. I wore the small pearl studs my dad had given me as a graduation gift and the Rolex from Stanton and my mother.”
Ήθελα να πιστεύω ότι κοίταζε τη θάλασσα και περίμενε την εμφάνιση δελφινιών. Στεκόταν εκεί υπομονετικά με τα μαλλιά να ανεμίζουν στον νοτιά. Δελφίνια δε φάνηκαν και μόνο όταν γύρισε διαπίστωσα -ομολογώ με κάποια απογοήτευση - ότι κρατούσε στο χέρι της κινητό. Λίγο μετά κι ενώ είχε πια καθίσει, άκουσα τον ήχο ενός εισερχόμενου μηνύματος. Την είδα να το βγάζει από την τσάντα της να το ανοίγει και να το διαβάζει. Ύστερα νομίζω ότι το διέγραψε κι άναψε τσιγάρο.
Χτένιζε τα μαλλιά της μικρής για αρκετή ώρα, απαλά σαν να της χάιδευε το κεφάλι με τη χτένα. Εκείνη καθόταν ήσυχα, ακίνητη με τον αρκούδο αγκαλιά και μόνο όταν τελείωσε το περίτεχνο χτένισμα -αυτοί οι στριφογυριστοί σχηματισμοί στην κορυφή του κεφαλιού- σηκώθηκε προσεκτικά, έβγαλε από το τσεπάκι της δυο λαστιχάκια με χρωματιστά λουλούδια και τα έδωσε στη μητέρα για να της στερεώσει τα μαλλιά. Μετά η μικρή άφησε τον αρκούδο, πήρε τη χτένα και για αρκετή ώρα τη χτένιζε με τη σειρά της τη μητέρα με τον ίδιο τρυφερό τρόπο. Ύστερα, αφού χώρισε τα μαλλιά στα δύο άρχισε να τα πλέκει. Είναι αλήθεια ότι η μικρή παιδεύτηκε κάπως. Στο τελείωμα της κάθε κοτσίδας έβαλε δυο απλά, μαύρα λαστιχάκια χωρίς κανένα στολίδι. Ύστερα κοίταξαν η μία την άλλη και από τα βλέμματα επιδοκιμασίας που ακολούθησαν κατάλαβα ότι ήταν περιττός ο καθρέφτης.