Φύγαμε με το πάσο μας απ’ τη Βίλα κάτι πριν μιάμιση ώρα και χάσαμε στο τσαφ το καραβάκι για τη Βάθη εξαιτίας ενός καινούριου πακέτου Μάρλμπορο που θα ξέπλενε τα χτεσινοβραδινά.
«Καλά, με χιλιάρικο θες ν’ αγοράσεις τσιγάρα; χασίσι με βλέπεις να πουλάω;» μ’ άρπαξε πρωινιάτικα ο περιπτεράς κι έκανε δέκα λεπτά να δώσει ρέστα αφού μ’ ανάγκασε να πάρω και τρεις σερενάτες που τις μοίρασα στα κορίτσια γιατί δεν την άντεχα τόση γλυκατζούρα πρωί πρωί ο μπίτερμαν.
Δίκιο είχαν για το νησί, πολλά δίκια. Ωραίο μέρος αρκεί να το γυρίσεις ανάποδα και να το τινάξεις δυο τρεις φορές -σαν τραπεζομάντηλο στα κάγκελα- για να πέσουν από πάνω του οι ντόπιοι. Μετά παράδεισος.
Οι άλλοι τέσσερις καθήσαν παραδίπλα, όλοι σε ένα τραπέζι. Οι δυο κρατούσαν βιβλία, το ένα νομίζω ήταν Στίβεν Κινγκ, οι ιστορίες απ’ τη «Νυχτερινή Βάρδια», δικό μου, ένα από τα αμέτρητα δανεικά κι αγύριστα των διακοπών. Λιγότεροι ήταν οι αγνοούμενοι στις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερθρού Σταυρού στο ραδιόφωνο. Διάβαζαν ή παριστάναν οτι διάβαζαν, δεν θυμάμαι να γύρισαν σελίδα επί δέκα ολόκληρα λεπτά. Ο Χάρης και η Γιάννα πίναν φραπέ αμίλητοι, σε ποτήρια χύτρες. Άμα είχαμε τέτοια ποτήρια σα φοιτητές, λίγα χρόνια πριν, θα βγάζαμε ξύπνιοι όλη την εξεταστική με έναν καφέ. Μπορεί και με μια γουλιά.
Κι εμείς κάναμε πως παίζαμε τάβλι.
Καθισμένοι σε απόσταση ασφαλείας μεταξύ μας, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον μέσα από μαύρα γυαλιά.
«Την γάμησες», «όχι», «κόψε τις μαλακίες, τη γάμησες, φίδι», «ούτε καν χείλια άγγιξα».
Πινγκ πονγκ στο mute, λέξη δεν βγήκε απ’ το στόμα μας όσην ώρα βλέπαμε -και οι δυο- την Μαρία στο διπλανό τραπέζι, να έχει ακουμπισμένα στα πόδια της τον κωλόφαρδο τον Κινγκ και τις ματιές μας. Όρκο δεν παίρνω αλλά κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είδα το χνούδι απ’ το δέρμα της να ανασηκώνεται, έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια -το ζήλεψα, το μίσησα αυτό το χέρι – και τα ΄σφιξε. Θεέ μου! Ούτε ανακόντα έσφιγγε με τέτοια τελειότητα, γιατί να μην ήμουν εγώ το αθώο της θύμα;
Δεν ξέρω τι την ανατρίχιασε. Να ήταν που κρύφτηκε ξανά ο ήλιος, να ‘ταν κάτι πολύ τρομαχτικό που μόλις διάβασε, να ήταν τα μάτια μου που πήγαν πιο ψηλά από κει που στόχευαν, κάποιος ή κάτι που σκέφτηκε, μπορεί να ήταν και μια ανυπόμονη κύστη, δεν ξέρω να σου πω. Ξέρω μόνο πως ένας είπε «δώδεκα παρά δέκα, θα πάμε για το καραβάκι ή θα βγάλουν εδώ ρίζες οι κώλοι μας;» κι αποφασίσαμε να τους ξεριζώσουμε. Αφήσαμε τον πλάτανο μονάχο του με εφτά γερόντια. Φτηνή τουριστική καρτ ποστάλ. Μόνο το γραμματόσημο και το σήμα «Ασπιώτη-ΕΛΚΑ» της έλειπε.
Είχε αρχίσει να ζεσταίνει. Μια σταγόνα ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό μου. Χάθηκε όμως πριν διασχίσει έστω και δυο εκατοστά. Εντελώς μα εντελώς απροπόνητη.
——
(καρτποστάλ από βουλιαγμένα νησιά)