Φωτισμένα αμφότερα τα δωμάτια, απέναντι,απείχαν οι μπαλκονόπορτές τους όχι παραπάνω από είκοσι μέτρα και ενδιαμέσως, ο δημόσιος κατηφορικος δρόμος που οδηγουσε από τον Χαζνέ στην πλατεία Μάγγου.Οπως την έβλεπα, με έβλεπε, παρότι ανάμεσά μας υπήρχε το δικό της συγγενολόι,αλλα και η δική μου οικογένεια. Επεφτε ερωτική ένταση των οφθαλμών. Ηξερα και ήμουν σίγουρος πως ήξερε πότε το βλεμμα του καθενός ήταν προσηλωμένο, πότε ένα εσωτερικό λιγωμα έσβηνε κάθε λογική και άρχιζαν έκφρονες ονειροπολήσεις.
Η αγάπη μου ήταν κοκκινόξανθη, είχε παλιά κοτσίδες,αλλά τότε κοντά μαλλάκια και λευκότητα στο δέρμα του γάλακτος της κατσίκας-οι ειδήμονες καταλαβαίνουν τι περιγράφω.Λεπτά χαρακτηριστικά, μια έντονη φωνή στα όρια της υστερίας, γι΄αυτό και έλεγε λίγα. Λεπτά χαρακτηριστικά. Την αγαπουσα μοναδικα ή με συνεταιρικές βλέψεις από τα έντεκα μου χρόνια. Αυτό θα κρατουσε έως τα δέκα επτά. Αλλα ήμεσθεν αμφότεροι εξαίσια ντροπαλοί. Όταν έπεφτε ή ριχνόταν κανένα υπονοούμενο για αυτό που υπήρχε περίπτωση να μας δέσει,στο διάλειμμα, ή πριν αρχίσουν τα αγγλικά, μας έπιανε τέτοιος τρόμος και βρυγμός, ώστε καθυστερουσαμε να πάμε στο σχολείο την άλλη μέρα,καθώς μας τύλιγε η ανεξήγητη και τελείως ορμονικη ένοχη ντροπή, κι όποιος κατάλαβε, με πιστεύει.Ανάμεσά μας υπήρχε κατι που σήμερα θα το λεγαμε άρρωστο τελείως, αλλα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ξεχωριστό. Εκτός σχολείου, καθόταν σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο ,στον μετέπειτα πεζόδρομο και έβλεπα το κεφάλι της μόλις καβατζάριζα την βιτρίνα του Ράλλη και κοίταζα μπροστά και ελαφρά επάνω διαγωνίως.Μπορεί να περπατουσα και δέκα φορές κάθε μέρα για να περάσω από το βλεμμα της στο παράθυρο. Ισως γι αυτό αργότερα με είχε τρελανει ο Μάρκος και τα παράθυρά του.Στα είκοσι μέτρα πρίν προσπεράσω το παράθυρό της, λάβαινα θάρρος και την κοίταζα.Με κοίταζε και εκείνη. Από καιρό δεν ήταν φλερτ δια της οράσεως. Ηταν σαν ταινία του Μισίμα, κοίταζε ο ένας τον άλλον ωσάν να είχαμε μόλις παρθεί ή ετοιμαζόμασταν να παρθουμε.Ενα βλέμμα που έγραφε στον αέρα «σε θέλω κι άλλο, δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω βέβαια, αλλα θα τα βρουμε. Αρκεί να βλεπόμαστε».
Πρώτη φορά συνέβαινε να κάθομαι στο γραφείο μου, ένα τραπέζι με συρτάρι και θήκη «για την σάκκα» από φορμάικα κίτρινη μίμηση δρυός με κόκκινο πορτατίφ και μια δρύινη καρέκλα, γραφείο αποκτημένο με δόσεις το 1961, οπου έγραφα το ημερολογιο με κωδικα, τα πρώτα διηγήματα και διάφορα κειμενάκια, καθώς και σκίτσα εμπνευσμένα από βιβλία που διάβαζα και κατόπιν τα «εικονογραφουσα» τοποθετώντας το ζωγραφισμένο φύλλο στην κατάλληλη σελιδα. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που η αγάπη μου με έβλεπε σε ώρα εργασίας. Κι επειδή το σύνολο σχεδόν των λεξεών μου ήταν παρμένο από την ύπαρξή της, αισθανόμουν γυμνός, άβολα και ερμαιο της συντυχίας.