Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Η Κυρά της Λίμνης

the roots web banners 06

Η Κυρά της Λίμνης
30.10.2012 | 16:42

Η Κυρά της Λίμνης

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

1

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29η του 1962, βραδάκι στα Γιαννιτσά, έρριχνε καρέκλες και στο καθιστικό του σπιτιού, ετών δεκατεσσάρων,διάβαζα για το αυριανό σχολείο. Μια εβδομάδα  χονδρικώς μετά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα και δυό μέρες μετά που οι γονείς μου αγόρασαν ένα ρολόι χειρός με γκρίζο λουράκι μάρκας Belora. Φυσικα δεν διαβαζα, αλλά χάζευα στο απέναντι διώροφο,επειδή η αγάπη μου ήρθε με τους γονείς της επίσκεψη σε μια συγγενική οικογένεια και πρόσεξα πως είχε καθήσει με τρόπο ώστε να βλεπει το περιεχόμενο του δικου μου δωματίου.

Φωτισμένα αμφότερα τα δωμάτια, απέναντι,απείχαν οι μπαλκονόπορτές τους όχι παραπάνω από είκοσι μέτρα και ενδιαμέσως, ο δημόσιος κατηφορικος δρόμος που οδηγουσε από τον Χαζνέ στην πλατεία Μάγγου.Οπως την έβλεπα, με έβλεπε, παρότι ανάμεσά μας υπήρχε το δικό της συγγενολόι,αλλα και η δική μου οικογένεια. Επεφτε ερωτική ένταση  των οφθαλμών. Ηξερα και ήμουν σίγουρος πως ήξερε πότε το βλεμμα του καθενός ήταν προσηλωμένο, πότε ένα εσωτερικό λιγωμα έσβηνε κάθε λογική και άρχιζαν έκφρονες ονειροπολήσεις.

2

Η αγάπη μου ήταν κοκκινόξανθη, είχε παλιά κοτσίδες,αλλά τότε κοντά μαλλάκια και λευκότητα στο δέρμα του γάλακτος της κατσίκας-οι ειδήμονες καταλαβαίνουν τι περιγράφω.Λεπτά χαρακτηριστικά, μια έντονη φωνή στα όρια της υστερίας, γι΄αυτό και έλεγε λίγα. Λεπτά χαρακτηριστικά. Την αγαπουσα μοναδικα ή με συνεταιρικές βλέψεις από τα έντεκα μου χρόνια. Αυτό θα κρατουσε έως τα δέκα επτά. Αλλα ήμεσθεν αμφότεροι εξαίσια ντροπαλοί. Όταν έπεφτε ή ριχνόταν κανένα υπονοούμενο για αυτό που υπήρχε περίπτωση να μας δέσει,στο διάλειμμα, ή πριν αρχίσουν τα αγγλικά, μας έπιανε τέτοιος τρόμος και βρυγμός, ώστε καθυστερουσαμε να πάμε στο σχολείο την άλλη μέρα,καθώς μας τύλιγε η ανεξήγητη και τελείως ορμονικη ένοχη ντροπή, κι όποιος κατάλαβε, με πιστεύει.Ανάμεσά μας υπήρχε κατι που σήμερα θα το λεγαμε άρρωστο τελείως, αλλα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ξεχωριστό. Εκτός σχολείου, καθόταν σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο ,στον μετέπειτα πεζόδρομο και έβλεπα το κεφάλι της μόλις καβατζάριζα την βιτρίνα του Ράλλη και κοίταζα μπροστά και ελαφρά επάνω διαγωνίως.Μπορεί να περπατουσα και δέκα φορές κάθε μέρα για να περάσω από το βλεμμα της στο παράθυρο. Ισως γι αυτό αργότερα με είχε τρελανει ο Μάρκος και τα παράθυρά του.Στα είκοσι μέτρα πρίν προσπεράσω το παράθυρό της, λάβαινα θάρρος και την κοίταζα.Με κοίταζε και εκείνη. Από καιρό δεν ήταν φλερτ δια της οράσεως. Ηταν σαν ταινία του Μισίμα, κοίταζε ο ένας τον άλλον ωσάν να είχαμε μόλις παρθεί ή ετοιμαζόμασταν να παρθουμε.Ενα βλέμμα που έγραφε στον αέρα «σε θέλω κι άλλο, δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω  βέβαια, αλλα θα τα βρουμε. Αρκεί να βλεπόμαστε».

3

Πρώτη φορά συνέβαινε να κάθομαι στο γραφείο μου, ένα τραπέζι με συρτάρι και θήκη «για την σάκκα» από φορμάικα κίτρινη μίμηση δρυός με κόκκινο πορτατίφ και μια δρύινη καρέκλα, γραφείο αποκτημένο με δόσεις το 1961, οπου έγραφα το ημερολογιο με κωδικα, τα πρώτα διηγήματα και διάφορα κειμενάκια, καθώς και σκίτσα εμπνευσμένα από βιβλία που διάβαζα και κατόπιν τα «εικονογραφουσα» τοποθετώντας το ζωγραφισμένο φύλλο στην κατάλληλη σελιδα. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που η αγάπη μου με έβλεπε σε ώρα εργασίας. Κι επειδή το σύνολο σχεδόν των λεξεών μου ήταν παρμένο από την ύπαρξή της, αισθανόμουν γυμνός, άβολα και  ερμαιο της συντυχίας.

4

 

Εντάξει, πέρασαν πενήντα χρόνια, και τι μ΄αυτό; Υπάρχει και κατι άλλο. Ο πατέρας μου άκουγε ραδιόφωνο, ο επτάχρονος αδελφός μου ζωγράφιζε επίσης, αλλα στο πάτωμα, η μάνα μου κεντουσε. Κάποια στιγμή, γυρνάει η μάνα μου το κεφάλι, βλεπει την γνωστή της οικογένεια με επισκεψεις και λέει : «επισκέψεις η κυρία Τάδε». Ο πατέρας μου γύρισε το κεφάλι και είπε: «είναι και η κόρη τους, δεν ήσασταν συμμαθητές στο Δημοτικό;» Πρίν απαντήσω, η μάνα μου το πρόλαβε. «Ξέρεις, είναι υιοθετημένη.Λενε πως είναι της αδελφής της παιδί». «Δεν το ήξερα» είπε ο πατέρας μου και ο καθένας γύρισε στη δουλειά του. Να ακούει εκείνος,και να μη χάσει το μέτρημα στους πόντους εκείνη.

 

Σε μια κοινωνία που όλα σχεδόν τα παιδιά πίστευαν πως είναι υιοθετημένα, διότι τέτοια ακούγαμε από γονιούς και γειτόνους, όταν υπήρχε εκνευρισμός και κρίση σχέσεων, είτε παρμένοι , κλεμμένοι και ξαναπουλημένοι από γύφτους οι  προδήλως μελαχρινοί, είτε με γονίδια από πτωχους θείους ή συγγενείς που έδιδαν τα παιδάκια τους για να βρουνε κάποια τύχη, όπως να σπουδάσουν, ήταν η πρώτη φορά που η ανακοίνωση πως η αγάπη μου ήταν υιοθετημένη, δεν έμοιαζε μουσαντένια, δεν ήταν διάδοση, δεν θύμιζε κακιώχτικη δυσεντερικη καταγγελία, αλλα έλαμπε η σιωπή του κοριτσιου αυτού ως μόνη επεξήγηση, ερμηνεία και απάντηση σε επερώτηση Βουλης. Δεν ήταν πληροφορία. Ηταν γνώση. Και με τύλιξε μια απίστευτη αίσθηση καθήκοντος ,ευθύνης, ανάληψης ενός τιτάνιου έργου, να επιχειρήσω να μαλακώσει η ύπαρξή μου την δικη της καταπίεση, να την βοηθήσω έως την αιωνιότητα να αντέξει το βάρος μιάς δάνειας αγκάλης, χάρη στην  δικη μου συμπαράσταση. Διότι δεν μου πέρασε στιγμή από το μυαλο πως δεν είχε ιδέα για την οικογενειακη της κατάσταση. Στα δεκατέσσερα, δεν είχα καν κουράγιο να εφεύρω πως είχα ορμές και δεινές διαταραχές της συμπεριφοράς εξαιτίας της ορμονικης μου εξέγερσης. Η αγάπη μου ήταν υιοθετημένη, αποτελουσε για μένα δέσιμο μαντιλιού σε γιόστρα, σήμαινε αποστολη στους Αγίους Τόπους, όπου κι αν ήταν αυτοι. Kαθώς Βασιλιάς Αρθούρος ήταν ο Τάκης Παπαδόπουλος και Σερ Γκάλαχαντ ο Μπίλης, δεν έμεινε παρά να γίνω Ιβανόης ,άρα η ίδια περισσότερο θα ήταν η Κυρά της Λίμνης παρά η  Γκουινεβίαρ. Θέλω να πω πως το κομπόδεσα ότι ήμουν ταμένος στην χάρη της αγάπης μου και κομμένα πλέον τα καυλικά, καυλωδη και καυλιάρικα οράματα και θάματα μαζί της. Θα ήμουν ο πιστός Σάντσο Πάντσα, Θερσίτης και Μαργίτης, καλυτερα ο πιστός δουλος του Αλκιβιάδη Σιλύκος, από το μυθιστόρημα του Αγγελου Βλαχου,θα ήμουν αιωνίως διαθέσιμος, και ο πόθος θα έφτανε ως την Μπελα Γκρότα του Πάικου, αλλα δεν επέπρωτο να κατέβει στην κοιλίτσα, στα βυζάκια και στα μπρατσάκια της, στο ντεκολτέ με  τις περκνάδες και στα κατάλευκα μπουτάκια πάνω από τα γονατάκια της.Μήτε θα φιλουσα τα χείλη της ποτέ. Ημουν απλως δικός της.

 

5

 

Αυτό κράτησε άλλα τρία χρόνια. Το καλοκαίρι του 1965, πάνω στα Ιουλιανά, κατεβήκαμε οριστικώς Θεσσαλονίκη, να πάω σε «καλό» Λύκειο και φροντιστήριο, να δώσω για Πολυτεχνείο.Την  άλλη χρονιά, καλοκαιράκι του 1966,επί Φιδήκ, κατέβηκε η μισή μου τάξη για να πάει φροντιστήριο έστω μόνον το καλοκαίρι. Μου τηλεφώνησε μια συμμαθήτρια που την είχα στριμώξει σε κάποια γιορτή των Αγγλικών παλιότερα, και ήρθε στο άδειο σπίτι, καθώς έλειπαν οι δικοί μου διακοπές. Αφαιρέσαμε ρουχα και χωρίς καμιά αιδώ ματσαλευτήκαμε επί μερικες ώρες ή ολιγες ημέρες.Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλεφωνο και ήταν η αγάπη μου. Είχε σπάσει τους κανόνες και ήθελε να με δεί, να συναντηθουμε και γαμώ το σιχτίρι με τις γιόστρες και τον Ιβανόη. Ενώ της μιλουσα τραυλιζοντας σαν εξωλέμβια του ενός ίππου, εκείνη ήθελε να έρθει να ενωθουμε, με σπάνια ρητορική, με θερμότητα μιλωντας και πειθώ.Οπότε η συμμαθήτρια η Ματσαλού η Μοργκάνα, η γήινη και σκορδάτη ,έρχεται  με μόνα τα ξανθά κοντά μαλλακια της ντύσιμο από το κρεβάτι, αρπάζει το ακουστικό και της λεει «πρόλαβα ,ήρθα εγώ, άσε μας».



Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400

Digilust banner