Εχει φτερά σπασμένα, η καρότσα του τρίζει, άνθρωποι και μπαγκάζια μαζί, οι πινακίδες και οι αριθμοί ξεθωριασμένοι, η στάμπα «Route 66» ίσα- ίσα που διακρίνεται και τα σκασμένα λάστιχα, οι ζάντες, τρίζουν, στάζουν πίσσες, γράσα, χώματα. Ιλινόι, Μιζούρι, Κάνσας, Οκλαχόμα, Τέξας, Νέο Μεξικό, Αριζόνα, Καλιφόρνια.
Ανοίγουν οι πόρτες και κατεβαίνουν ο Τομ Τζόουντ και ο Τζιμ Κέισι, ο Χένρι Φόντα και ο Τζον Κάρανταϊν, περπατούν στην αποβάθρα, εκεί που δέσανε τα πλοία, συνομιλούν με τον Ρασίντ, τον Γιασφάτ, τη Νάγια, την Ικράμ.
Λαττάκεια, Χαλέπι, Σμύρνη, Μπασμανέ, Μποντρούμ, Τσεσμές, Χίος, Μυτιλήνη.
Ερχεται η μητέρα Τζόουντ -η Τζέιν Ντάργουελ- μαζι με την κόρη της τη Ρόζα, φέρνουν τη σούπα τη ζεστή και τη μοιράζουνε στους πεινασμένους. Κόβουνε φέτες το ψωμί.
Κι ενώ τα πούλμαν, τα ταξί κι οι οδηγοί παζαρεύουνε ταρίφες και εισιτήρια για την Ειδομένη, παίρνει μπρος η σακαράκα η παλιά, ανοίγει σαν γαρίφαλο, σαν γιαρεδάκι και σαν αμανές, σαν τριαντάφυλλο εκατόφυλλο, γίνεται σύννεφο, αερόστατο ολοφώτεινο, τους βάζει, τους παίρνει όλους μέσα στο καλάθι του, στην αγκαλιά του και χάνεται ψηλά στους ουρανούς.