Η αλήθεια είναι πως τα κείμενα του ήταν για όλους της γενιάς μου οδηγός για να μάθουμε να γράφουμε εκθέσεις αλλά και να ακονίζουμε την σκέψη μας. Ίσως και γι αυτό να δυσφορήσαμε λίγο όταν μάθαμε πως θα έδινε ομιλία στις 27 Οκτωβρίου σε όλους τους εκπαιδευόμενους με θέμα τι άλλο, το ηρωικό ΟΧΙ. Ήταν Πέμπτη και όλος ο ελληνικός στρατός είχε ημιαργία, όπως συνηθίζεται πριν από εθνικές εορτές και εμείς αντί να έχουμε την χαρά να απολαύσουμε τον καφέ μας στις γύρω καφετέριες θα έπρεπε να υποστούμε άλλη μια υποχρεωτική ομιλία. Η αλήθεια είναι πως μου κέντριζε κάπως το ενδιαφέρον πως θα έβλεπα τον άνθρωπο αυτόν που μου έμαθε να μιλάω σωστά τα ελληνικά και να αγαπάω το μάθημα της ιστορίας, αλλά παρόλα αυτά απώλεια ενός φθινοπωρινού καφέ ήταν εξίσου σημαντική.
Περί τη μία το μεσημέρι ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στην αίθουσα εκπαιδεύσεως περιμένοντας τον διάσημο ιστορικό. Ακριβώς στην ώρα του είδαμε να εισέρχεται στην αίθουσα ένας γηραιός κύριος 75 ετών. Μέχρι εκεί όχι κάτι ιδιαίτερο. Όλα προμήνυαν άλλη μια βαρετή ομιλία και πώς να γινόταν ενδιαφέρουσα από την στιγμή που το θέμα ήταν χιλιοαναπτυγμένο και δόξα το θεό ανήκουμε και σε αυτούς που ξέρουν πως το 1940 δεν πολεμήσαμε τους Τούρκους; Η συνέχεια όμως ήταν κάτι παραπάνω από μη αναμενόμενη. Γεμάτος πάθος άρχισε να απαριθμεί τα γεγονότα της εποχής με μια θέρμη που δεν την αναγνώριζες ούτε σε έφηβο.
Δεν ήταν ο πλούτος των γνώσεών του που μας είχε συνεπάρει. Δεν ήταν καν αυτός ο άριστος χειρισμός της Ελληνικής γλώσσας που σε έκανε να νιώθεις αμαθής μπροστά του, τι κι αν ήσουν απόφοιτος ιατρικής. Ήταν κάτι μεγαλύτερο. Ξαφνικά σαν να είχαν συντονισθεί οι χτύποι της καρδιάς όλων μας και να είχαμε αποκτήσει τον ίδιο ρυθμό. Τα λόγια του Καργάκου ήταν κάτι παραπάνω από σπίθες, ήταν πυρκαγιές που μας είχαν βάλει φωτιά. Επί μία ώρα είχαμε την αίσθηση πως ούτε καν αναπνέαμε. Κυριολεκτικά κρεμόμασταν από τα χείλη του. Για μία ώρα είχαμε γίνει και εμείς εκείνοι οι στρατιώτες που παλεύαν στα βουνά της Ηπείρου. Είχαμε γίνει οι ηπειρώτισσες γυναίκες... «που κουβαλούσαν τα εφόδια σε σημεία που ούτε τα γαϊδούρια μπορούσαν να φθάσουν και εμφανίζονταν πολυβολεία εκεί που κανείς Ιταλός δεν το περίμενε... Έτσι κερδίσαμε, ούτε γιατί είχαμε τα καλύτερα όπλα, ούτε γιατί ήμασταν περισσότεροι, αλλά γιατί είχαμε την Ελληνική καρδιά....». Τέτοια ήταν τα λόγια του. Δεν θυμάμαι αν είχα νιώσει περισσότερο περήφανος ποτέ στην ζωή μου. Έφυγε από την αίθουσα και εμείς είχαμε μείνει αποσβολωμένοι. Δεν μετάνιωσα ποτέ που έχασα εκείνον το καφέ.
Έναν χρόνο αργότερα και ενώ η ταξιαρχία της Λήμνου ετοίμαζε τις εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια τα απελευθέρωσης του νησιού θυμήθηκα τον Καργάκο. Ποιος θα ήταν καλύτερος να μας μιλήσει για ένα τέτοιο γεγονός από αυτόν; Χωρίς να το πολυσκεφτώ ζήτησα ακρόαση από τον τότε διοικητή της ταξιαρχίας, ταξίαρχο κο Μπαλαφούτη. Δέχτηκε αμέσως και με χαρά αν και όταν με ρώτησε αν τον γνωρίζω προσωπικά και του είπα πως όχι μάλλον δεν πίστεψε πως θα πετυχαίναμε να τον φέρουμε. Αφού κατάφερα κατόπιν βασάνων να βρω το τηλέφωνό του, αποφάσισα να τον ενοχλήσω. Τι είχα να χάσω;
Όταν άκουσα την φωνή του πρέπει να κατάλαβε πως κόμπιασα κάπως αλλά μπόρεσα και του εξήγησα τι θέλαμε. Ενώ περίμενα μια ευγενική άρνηση αυτός δέχτηκε αμέσως, μόνο που μου ζήτησε μια χάρη... όταν θα έρθει στην Λήμνο να τον πάω στην Πολιόχνη!!! «Έχετε παιδί μου, την αρχαιότερη δημοκρατία του κόσμου, για την οποία μιλάω σε όλα τα συνέδρια και δεν έχω αξιωθεί να την δουν τα μάτια μου από κοντά...». Τι να πω.... Μίλαγα με έναν από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της σύγχρονης Ελλάδας και αυτός το μόνο που μου ζήταγε ήταν τον πάω να επισκεφθεί την Πολιόχνη. Το πόση ήταν η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μετά από λίγες ημέρες ο Καργάκος μετά της συζύγου προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο Ήφαιστος. Επί τρεις ημέρες που διέμεινε στην Λήμνο ήμασταν συνέχεια μαζί. Πήγαμε σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους. Ο λόγος του πάντα ήταν μεστός και γεμάτος γνώσεις και ιδέες από αυτές που δεν είναι δυνατόν να τις ακούσεις παρακολουθώντας το χαζοκούτι και όσα μας σερβίρουν. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα όταν μου εξήγησε πως δεν είναι καθηγητής πανεπιστημίου αν και είχε τιμηθεί με αντίστοιχη πρόταση. Ήταν τόσο πολυγραφότατος που μόνο οι πολυτέλειες των βοηθών ενός πανεπιστημιακού καθηγητή δικαιολογούσαν τους τόσους τόμους που έχει εκδώσει.
Δύο χρόνια αργότερα και υπό την διοίκηση του τότε ταξιάρχου και νύν υποστρατήγου κου Μπουζάκη Γεώργιου είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε ξανά τον Καργάκο στην Λήμνο για μια ακόμα ομιλία.
Έκτοτε είχαμε μια τακτική επικοινωνία κατά την οποία μάθαινα νέα του και δεχόμουν συμβουλές του. Τον τελευταίο καιρό η επάρατη νόσος τον είχε επισκεφθεί. Η κυρία Ιωάννα, η σύζυγός του πάντα ήταν δίπλα του και ήταν πραγματικά το αποκούμπι του. Μόλις πριν λίγους μήνες μου μίλαγε για το δίτομο έργο που μόλις είχε ετοιμάσει για τον Β παγκόσμιο πόλεμο, για όλα αυτά που είχε στο μυαλό του να κάνει και τις δραστηριότητες που προγραμματίζει για το 2019. Πως αλλιώς θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο εκτός από το να συνεχίσει να γράφει και να ζει μέχρι την τελευταία μέρα. Το λατινικό ρητό που κοσμεί την προσωπική του ιστοσελίδα λέει «nulla dies sine linea» (=ούτε μια μέρα χωρίς να γράφω).
Είχε το χάρισμα να σε κάνει να σηκώνεσαι πολύ πάνω από την μιζέρια της καθημερινότητας και να σου υποδεικνύει με το μειλίχιο ύφος του το γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες.
Αυτός ήταν.
Περήφανος που με αξίωσε ο Θεός να σταθώ δίπλα του έστω και γι αυτές τις λίγες στιγμές.