Η κουβανέζικη κυβέρνηση είχε παραχωρήσει στον Μίκη μια πολυτελή ντάτσα, λίγο έξω από την Αβάνα, όπου λίγες μέρες μετά, στις 29 Ιουλίου, ο συνθέτης κάλεσε όλη την αποστολή στη γιορτή των γενεθλίων του. Οι δημοσιογράφοι μαρκάραμε στενά τον Μίκη: «Θα έλθει και ο Φιντέλ;». Ονειρευόμαστε μιαν ανταπόκριση με συνέντευξη του Comandante en Jefe. «Πού να ξέρω, παιδιά;», απάντησε και κρυφογέλασε. Μόλις νύχτωσε ακούμε θόρυβο μηχανοκίνητων έξω από τον τεράστιο κήπο. Φωνές, διαταγές, μπροστά ένα ανοιχτό τζιπ με πολυβόλα και πίσω το θωρακισμένο αυτοκίνητο με τον Φιντέλ Κάστρο και η συνοδεία του. Μην ξεχνάμε πώς εκείνο τον καιρό είχαν γίνει απόπειρες δολοφονίας κατά του αρχηγού της κουβανέζικης επανάστασης. ( Άλλη συζήτηση, πώς εξελίχθηκε και πού κατέληξε αυτή η περιπέτεια της Κούβας και του κουβανέζικου λαού…)
Βραδιά αξέχαστη. Ο Μίκης έκοψε μαζί με τον Κάστρο την τούρτα των γενεθλίων. Πήραμε κι εμείς μια συνέντευξη και, μέσα σε τραγούδια, ρούμι και κουβέντες, πέρασαν τέσσερις ώρες, οπότε η τελετή πήρε τέλος. Έκπληκτοι οι Κουβανοί για την πολύωρη συμμετοχή του αρχηγού τους στη γιορτή του Μίκη. Μετά από δύο ημέρες το πρόγραμμα είχε ταξίδι στο Σαντιάγο ντε Κούβα, μια πόλη περίπου 500 χιλιόμετρα από την Αβάνα. Ολόκληρη η αποστολή έφθασε οδικώς εκεί όπου μας περίμενε ο Θεοδωράκης, που είχε φθάσει με το προσωπικό αεροπλάνο του Κάστρο. Η Κουβανή ξεναγός και οδηγός μας, τα έχασε: «Μα, σε αυτό το αεροπλάνο δεν μπαίνουν ούτε οι αρχηγοί κρατών που έρχονται εδώ!».
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Διότι ανακάλεσα στη μνήμη και άλλα ταξίδια στην Ευρώπη και αλλού με τον Μίκη. Θυμήθηκα με τι θαυμασμό τον υποδέχονταν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, απλοί άνθρωποι και μπορώ να πω ότι υπήρξε ο Έλληνας, ο καλλιτέχνης, ο δρων πολίτης με καθολική παγκόσμια αναγνώριση, σε απόσταση από τον δεύτερο. Με σκευή την πολιτική του δράση τα χρόνια της χούντας και το τεράστιο έργο του, αυτό το λαμπρό δώρο στον ελληνικό πολιτισμό, θα μπορούσε εδώ και δεκαετίες να γίνει το σύμβολο της χώρας μας, πέρα από ιδεολογίες, κόμματα και τερτίπια καθημερινής χρήσης. Ένας «γκουρού», που Έλληνες και ξένοι θα άκουγαν τον λόγο του με σεβασμό.
Ο ίδιος προτίμησε την εμπλοκή του στην τρέχουσα πολιτική, με αλλοπρόσαλλη διαδρομή. Γνωστά όλα αυτά και πονούν να τα θυμάσαι. Στα στερνά, γλιστρώντας σ’ έναν παρορμητικό και συχνά επικίνδυνο εθνικισμό, δημιούργησε τη Σπίθα, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους και έφθασε προχθές σε παραλήρημα: «Αν είχα εξουσία θα έπαιρνα το διαβατήριο της Ρεπούση και θα της έλεγα "πήγαινε να ζήσεις στη Νιγηρία…"». Σχήμα λόγου; Μετάλλαξη ενός ανθρώπου που πάλεψε για τη δημοκρατία και την ελεύθερη σκέψη σε μισαλλόδοξο; Παράκρουση ή κάτι άλλο; Δεν ήθελα να παραδεχθώ την επιγραμματική φράση του φίλου μου Ριχάρδου Σωμερίτη: «Ο Μίκης ή τ α ν, δεν είναι πια…», αλλά φοβάμαι πώς πρέπει να την προσυπογράψω.
Μόλις τελειώσω αυτό το κείμενο θα ακούσω το Δοξαστικό από το «Άξιον εστί», το «Δρόμοι παλιοί» και είμαι βέβαιος ότι θα σκεφτώ: Μίκη, όσο και να μη μας αφήνεις, εμείς θα σ’ αγαπάμε. Ίσως γιατί δεν βρίσκουμε εύκολα πολλούς άλλους λόγους για ν’ αγαπήσουμε τις μνήμες της νιότης μας.