Θα ήμουν ακόμα εκεί, αν δεν έφευγε από δήμαρχος ο Μιλτιάδης Έβερτ (που είχε δώσει στον σταθμό την αρχική ώθηση και πλήρη ελευθερία). Ο αντικαταστάτης του (ξεχνάω το όνομά του) έκρινε πως ο σταθμός «μπατάριζε προς τα αριστερά». Μετά την πρώτη παρέμβαση, ολόκληρο το επιτελείο του σταθμού, με επικεφαλής τον διευθυντή του, Γιάννη Τζανετάκο, απεχώρησε.
Και τι επιτελείο ήταν αυτό! Ποιος δεν εργαζόταν σε αυτόν το σταθμό: αν έγραφα ονόματα, θα γέμιζα όλο τον χώρο μου με το who is who της ελληνικής δημοσιογραφίας...
Πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε, ο σταθμός υπέστη πολλές ταλαιπωρίες, βούλιαξε στη διαπλοκή και την ανυποληψία, μέχρι που ο σημερινός δήμαρχος τον εξυγίανε και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. (Μία από τις πολλές σωστές κινήσεις του καλύτερου δημάρχου που είχε η Αθήνα μετά τον πόλεμο.)
Η επιστροφή μου ως ακροατή στον 9,84 ήταν σαν τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Ξαφνικά, βλέπει γνώριμα τοπία και ανθρώπους, ανακατωμένα με καινούργια κτίσματα και πρόσωπα. Το οικείο υπερτερεί, αλλά το νέο ξενίζει και ερεθίζει.
Μετά από αρκετές ώρες ακρόασης, μπορώ να το πω: είναι ο μόνος σταθμός της μη κρατικής ραδιοφωνίας που ακούγεται. Μου λείπει, βέβαια, η κλασική μουσική. Αλλά ακόμα και οι μέτριες εκπομπές του έχουν ένα ανεκτό επίπεδο. Δεν λαϊκίζει, δεν χαρίζεται, δεν πουλάει ιδεολογία ή πραμάτεια. Αυτό φυσικά εξηγεί και τη χαμηλή του ακροαματικότητα.
Θα τον χαρακτήριζα με μία λέξη: «αξιοπρεπής». Ξέρω ότι η αξιοπρέπεια είναι μία ιδιότητα που δεν έχει ζήτηση στη σημερινή Ελλάδα – για να μην πω ότι για πολλούς είναι σχεδόν βρισιά. (Σκεφθείτε να αποκαλέσετε τον Τσίπρα ή τον Καμμένο αξιοπρεπή). Αλλά για μένα είναι κορυφαίο ζητούμενο. Το ίδιο και για τον ΟΗΕ, που χαρακτηρίζει το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια το πρώτο από όλα τα ανθρώπινα...























