Η πρώτη αφορά την ολιγωρία της Πολιτείας. Η πληθωρική παρουσία αστυνομικών δεν βοήθησε να αποτραπεί η αδιανόητη συμπεριφορά των χρυσαυγιτών. Δεν κατέστη σαφές –σε ζωντανή μετάδοση– ότι κανείς πολίτης ευνομούμενης χώρας δεν μπορεί να αντιδρά δημόσια κατ' αυτόν τον τρόπο χωρίς συνέπειες. Είναι ή δεν είναι σοβαρή αδυναμία της Πολιτείας η έλλειψη «θερμοστάτη»; Οτι από την απόλυτη εφαρμογή του νόμου κατρακυλάμε στην εθελοτυφλία με την ίδια ζέση και πειθαρχία, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς; Πρόκειται ή όχι για επιλεκτική δημοκρατία, όταν ερμηνεύεται και παρερμηνεύεται κατά το δοκούν και κατά περίσταση;
Η δεύτερη αφορά το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Κι αυτό χωρίς «θερμοστάτη». Από την εξαιρετική ικανότητα και δύναμη να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει, στον αυτοεξευτελισμό. Οι χρυσαυγίτες να πετάνε κάτω κάμερες, να φτύνουν, να μας περιλούζουν με ό,τι έχουν πιο εύκαιρο από το (ούτως ή άλλως δεδομένο) λεξιλόγιό τους και εμείς να τους ακολουθούμε με τα μικρόφωνα για τον επόμενο βρυχηθμό – δήλωση. Και την επόμενη μέρα· σαν να μην προηγήθηκε τίποτα. Χωρίς ούτε μία δημόσια –και σε απευθείας σύνδεση– άρνηση. Χωρίς μια έμπρακτη καταδίκη (στο έδαφος κάμερες και φωτογραφικές μηχανές για λίγα έστω λεπτά). Σύμφωνοι, η τηλεθέαση. Σύμφωνοι, οι εντολές, η ανεργία, ο φόβος. Ομως, να γνωρίζουμε ότι την ίδια στιγμή που χειροκροτούμε τις δημοσιογραφικές επιτυχίες, ζούμε και τον αυτοεξευτελισμό μας. Οφείλουμε να το γνωρίζουμε, για να μην αιφνιδιαστούμε στην επόμενη σφαλιάρα. Να την περιμένουμε.























