Ο υπουργός σημείωσε ότι η συμφωνία οριστικοποιήθηκε χθες, αν και διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν θα επεκταθεί σε περαιτέρω λεπτομέρειες, καθώς οι επίσημες ανακοινώσεις θα γίνουν εντός της επόμενης εβδομάδας, με την έλευση, στην Ελλάδα, του προέδρου της μητρικής.
Αναφερόμενος γενικότερα στις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας και οικονομίας, ο κ.Τσαυτάρης επισήμανε ότι «στην Ελλάδα δεν ταιριάζει η γεωργία χαμηλού κόστους, αλλά η γεωργία ποιότητας, που σέβεται το περιβάλλον και την αειφορία [και παράγει αντίστοιχα προϊόντα]».
«Αυτά τα γεωργικά προϊόντα ζητά ο κόσμος. Η οικουμένη συνωμοτεί υπέρ της ανάπτυξης μιας τέτοιας γεωργίας στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά ο κ.Τσαυτάρης και πρόσθεσε ότι η χώρα μας θα πρέπει να αξιοποιήσει τα τρία νέα σήματα ποιότητας, που θα εισάγει η ΕΕ, για τα παραδοσιακά προϊόντα, τα προϊόντα της ορεινής οικονομίας και της νησιωτικής παραγωγής.
«Οι επιδοτήσεις είναι εργαλείο πολιτικής, κακώς έγιναν αυτοσκοπός», πρόσθεσε, δίνοντας το στίγμα του νέου μοντέλου, που πρέπει να ισχύσει για την ελληνική γεωργία.
Ο υπουργός επισήμανε, τέλος, ότι δεδομένου ότι η ζήτηση για τρόφιμα αναμένεται να διπλασιαστεί παγκοσμίως τα επόμενα 15 χρόνια και να τριπλασιαστεί στα επόμενα 50, στόχος της Ευρώπης δεν είναι πλέον μόνο η ασφάλεια των τροφίμων (food safety), αλλά και η αυτάρκεια (food security).
«H Ελλάδα μπορεί να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση αξιοποιώντας το πλούσιο ελληνικό γενετικό υλικό (''το 50% της καινοτομίας στη γεωργία αφορά τους σπόρους, οπότε αντιλαμβάνεσθε τη σημασία της ελληνικής βιοποικιλότητας''), την παράδοση και τα αποτελέσματα της έρευνας», κατέληξε ο υπουργός.