Κι έπειτα γυρίζουν το βράδυ στο σπίτι και βρίσκουν να τους περιμένει η Ναόμι Σούλα Κουτρουβαλάκη. Σβήνουν το φως και ορμάνε πάνω στη Σούλα και την πηδάνε, χουφτώνοντας όχι θεϊκές καμπύλες, αλλά την κυτταρίτιδά της και τρέχουν μετά τσαντισμένοι στην τουαλέτα να πλυθούν όρθιοι μπροστά στον νιπτήρα. Όχι γιατί στο κρεβάτι τους δεν είχαν τη Ναόμι Κάμπελ, αλλά γιατί δεν ανέχονται την εσωτερική τους διαπίστωση πως μόνο τη Σούλα θα πηδήξουν στη ζωή τους και πως τους αρέσει να την πηδάνε.
Τσαντίζονται, διότι αν όλη μέρα κολυμπάνε μέσα στους οργιώδεις οργασμούς της Ναόμι Κάμπελ και το βράδυ αρκούνται στα αμφίβολης γνησιότητας σκουξίματα της Σούλας, κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο που πορεύονται σε τούτο τον κόσμο. Είναι ένα ανυπόφορο σοκ διαρκείας που υπογραμμίζει τη χρόνια μιζέρια της ζωής τους. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως δεν μπορούν να βρουν ποιος πούστης σχεδίασε το άθλιο δόγμα αυτού του φρικαλέου σοκ, για να τον βρουν κανένα βράδυ στο σοκάκι και να τον ξεκοιλιάσουν...