Ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς απαντά αποτελεσματικά σε αυτό το πρόβλημα με έναν απλό, συχνά υποσυνείδητο μηχανισμό: ως καταναλωτές κατανέμουμε το διαθέσιμο εισόδημά μας ιεραρχώντας – ακόμα και υποσυνείδητα – τις επιθυμίες μας σε σχέση με το κόστος τους. Καθώς αυτό γίνεται σε κάθε συναλλαγή, διαμορφώνεται έτσι η συνολική ζήτηση για κάθε ένα από τα εκατομμύρια προϊόντα και υπηρεσίες και εν τέλει για τους πόρους της οικονομίας. Οι τιμές εδώ παίζουν θεμελιώδη ρόλο πληροφόρησης μεσοπρόθεσμα: όταν ανεβαίνουν δίνουν το σήμα στους παραγωγούς ότι πρέπει να παράγουν αυτό το προϊόν και όχι άλλο, στους εργαζόμενους ότι πρέπει να κάνουν αυτή τη δουλειά και όχι μια άλλη κοκ.
Οι ελεύθερες αγορές λειτουργούν αποτελεσματικά όταν τηρούνται οι προϋποθέσεις τους. Μία από αυτές είναι η απρόσκοπτη διάδοση της πληροφορίας για τις επιλογές και τις ανάγκες των καταναλωτών, ρόλο που επιτελούν οι τιμές. Τι γίνεται όμως όταν οι τιμές είναι μηδενικές, όπως στην τηλεθέαση ή τις δωρεάν υπηρεσίες στο Διαδίκτυο; Όταν παρακολουθώ ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα το μόνο που θυσιάζω είναι χρόνος, ο οποίος μάλιστα την συγκεκριμένη στιγμή μπορεί και να μου περισσεύει. Καθώς δεν πληρώνω, το σήμα που δίνει η επιλογή μου στην αγορά είναι πολύ αδύναμο για να είναι είναι σαφές. Πόσοι θα έβλεπαν αυτά που βλέπουν αν έπρεπε να πληρώνουν όπως στην συνδρομητική τηλεόραση; Πόσοι θα έγραφαν όλες αυτές τις κοινοτοπίες στα social media αν έπρεπε να πληρώνουν για κάθε μια;
Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι πληρώνουν με τον χρόνο τους (ή με την πληροφορία που «ανεβάζουν» στα social media), καθώς ο χρόνος τους δεν έχει για καθέναν την ίδια αξία, το σήμα που δίνει η επιλογή τους στην αγορά είναι ακόμη πιο στρεβλό. Όταν γυρίζω κουρασμένος από το γραφείο και παρ’όλα αυτά παρακολουθώ την αγαπημένη μου εκπομπή, θα ήμουν διατεθειμένος να πληρώσω για να την δώ πολύ περισσότερα απ’όσα θα ήταν διατεθειμένος να πληρώσει για μια άλλη εκπομπή που παρακολουθεί την ίδια στιγμή, κάποιος που απλά σκοτώνει την ώρα του. Και όμως, στις μετρήσεις τηλεθέασης, που προσπαθούν να εκτιμήσουν αυτήν την «αγορά», μετράμε και οι δυό το ίδιο.
Έτσι, η τηλεθέαση δεν σημαίνει ζήτηση (με τον τρόπο που λειτουργεί μια τυπική αγορά) και δεν μπορούμε να την δεχθούμε σαν αγορά που με ορθολογικό τρόπο κατανέμει τους πόρους της οικονομίας. Πολύ απλά δεν την πληρώνουμε, και θα ήταν πολύ διαφορετική αν το κάναμε. Αγορά με πραγματική προσφορά και ζήτηση υπάρχει μόνο για τον τηλεοπτικό χρόνο που αγοράζουν οι διαφημιστικές εταιρείες βάσει της τηλεθέασης (μόνο επειδή δεν έχουν καλύτερο δείκτη και αναλυτικότερη πληροφορία), καθώς τις ενδιαφέρει απλά η μεγιστοποίηση της πιθανότητας να δει κάποιος τα διαφημιστικά σποτ τους, χωρίς να έχουν παρά χονδροειδή στατιστική εκτίμηση των πραγματικών καταναλωτικών προτιμήσεων ή της αγοραστικής δύναμης του κοινού που τυχαία προσσεγγίζουν. Ουσιαστικά ποντάρουν στον χρόνο που εγώ καταθέτω φτηνά και στην πιθανότητα να με επηρρεάσουν, αξιοποιώντας την μεγάλη κλίμακα. Και για αυτές η τηλεθέαση δεν είναι παρά μια χονδροειδής προσέγγιση της αποτελεσματικότητάς τους και οι επιλογές τους θα ήταν εντελώς διαφορετικές αν είχαν την πληροφορία που σε άλλες αγορές δίνει ο μηχανισμός της τιμής (κάτι που στο διαδραστικό Διαδίκτυο αντιμετωπίζουν ήδη καλύτερα με αλγορίθμους στόχευσης συγκεκριμένων χρηστών).
Έτσι λοιπόν, αξιολογώντας την τηλεθέαση των ιδιωτικών καναλιών και της δημόσιας τηλεόρασης πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν ερμηνεύουμε την τηλεθέαση ως ζήτηση σε μια τυπική αγορά. Έχουμε εναν προβληματικό μηχανισμό αγοράς, που καθιερώθηκε για τεχνολογικούς λόγους, και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι λειτουργεί ορθολογικά, με την έννοια τουλάχιστον της κλασικής οικονομικής θεωρίας.
Ή για να το πούμε απλά: ο κόσμος βλέπει αυτά που βλέπει γιατί του τα σερβίρουν δωρεάν, και θα ήταν πολύ πιο προσεκτικότερος αν έπρεπε να πληρώνει. Ακόμη, πολύ πιθανόν τις καλές εκπομπές να τις έβλεπαν λιγότεροι, αλλά θα τις πλήρωναν πιο ακριβά και μπορεί να ήταν περισσότερο κερδοφόρες, όπως συμβαίνει άλλως τε με τόσα άλλα προϊόντα. Τώρα, απλά μετράμε κεφάλια και όχι την αξία που δίνουν στο προϊόν που καταναλώνουν.
Έτσι λοιπόν το επιχείρημα ότι η δημόσια τηλεόραση δεν πρέπει να υπάρχει γιατί στην τηλεοπτική «αγορά» (και ειδικά όσον αφορά τον πολιτισμό και την ενημέρωση) πρέπει να αποφασίζει μόνο ο ανταγωνισμός της τηλεθέασης είναι επιπόλαιο και ρηχό. Υπάρχουν άλλα καλύτερα επιχειρήματα κατά της εξαρτημένης κρατικής τηλεόρασης και πολλά εναλλακτικά μοντέλα ανεξάρτητης μη-κρατικής αλλά μη εμπορικής τηλεόρασης. Άλλά όχι το «τι βλέπει» ο κόσμος: απλά δεν ξέρουμε τι πραγματικά θέλει και πόσο φτηνά ή ακριβά το αξιολογεί. Θα ήταν έτσι αν πλήρωνε κάθε ξεχωριστή επιλογή του.
Οι αγορές είναι δημοκρατικές γιατί ψηφίζουμε όλοι τις ανάγκες και τις προτιμήσεις μας. Αλλά είναι σοφές μόνον όταν κάθε ψήφος ζυγίζεται με την τιμή της. Εσείς, πόσο θα πληρώνατε για το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκη;