Ενώ λοιπόν όλα τα συμπράγκαλα του πολέμου (ακόντια, σπαθιά, σφύρα, σφαίρα, κουπιά, σκυτάλη κ.λπ.) παρέμειναν στα αγωνίσματά τους, η μπάλα με τον πεπιεσμένο αέρα συνέτριψε πάσα αντίσταση. Ουσιαστικά είναι η πιο πρόχειρη αφορμή για παιχνίδι, αφορμή που ξεκίνησε από τις αλάνες για να στρογγυλοκαθίσει τελικά στα αχανή γήπεδα της υφηλίου, χωρητικότητας 100 και 200 χιλιάδων φιλάθλων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, άπασες οι χώρες της υφηλίου ενέδωσαν στη βασιλική γοητεία του ποδοσφαίρου με αποτέλεσμα, σήμερα, ο πλανήτης να μπορεί να θεωρηθεί «μπάλα» περιστρεφόμενη που ανήκει σε όλους και σε κανέναν.
Βέβαια το λεπτό ζήτημα του φανατισμού και της αφοσίωσης σε μιαν ομάδα – που άλλωστε είναι και το μέγα μυστικό, καθώς ο οπαδός θυμίζει σκύλο που κυνηγάει στο έδαφος τη σκιά μιας πεταλούδας -, γοργά και θεριεμένα ταυτίστηκε με τη γειτονιά της ομάδας, την πόλη της, τη χώρα της. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί τοπικιστικού θαύματος στο οποίο διέπρεψαν τα εγγλέζικα κολέγια. Όπως ξέρουμε τα παλαιά κολέγια με τους τροφίμους φοιτητές, είχαν ένδεκα κοιτώνες (εξού και οι ένδεκα παίκτες) και έναν διαιτητή που δεν φυσούσε σφυρίχτρα παρά κουνούσε ένα μαντήλι.
Βέβαια τα καλύτερα πράγματα είναι τζάμπα. Όπου πήγαιναν οι εγγλέζοι ναύτες δεν έχαναν την ευκαιρία να διδάξουν και το ποδοσφαιριλίκι τους. Αυτοί μετέδωσαν στη Σμύρνη το ποδόσφαιρο και οι Σμυρνιοί μετανάστες το έφεραν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους, ο Κολτ τους έκανε ίσους, το ουίσκι όμορφους και το ποδόσφαιρο τρελούς....
Όταν βλέπει κανείς την κατάμεστη κερκίδα από τους οπαδούς να πετιούνται πάνω - σε κάθε φάση - λες και κάθονται πάνω σε φρυγανιέρα, το συμπέρασμα είναι προφανές: ο οπαδός δεν αυτοπυροβολείται στο γόνατο, δεν χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο (που να τον βρει άλλωστε;), απλώς ζητάει το απόλυτο και ενίοτε παραμένει ανήμπορος να αποδεχθεί το αποτέλεσμα. Η κατάμεστη κερκίδα του γηπέδου είναι, θα λέγαμε, το αντίθετο του θεάτρου: ενώ οι θαμώνες του θεάτρου συμπάσχουν παρακολουθώντας το δράμα, οι οπαδοί παραφέρονται σαν γαλαρία που χάνει από παντού μέχρι τη στιγμή που η μπάλα θα βρεθεί στο πλεχτό. Οι ιαχές και τα ποδοβολητά που τείνουν να γκρεμίσουν το γήπεδο φαίνεται να έρχονται ακριβώς στην ώρα τους, σαν τον πάλαι ποτέ πρωσικό σιδηρόδρομο.
Επειδή έχουμε παίξει ποδόσφαιρο και έχουμε ζήσει επί δεκαετίες τον φανατισμό για μια ομάδα, μπορούμε, με κάποιο φρένο τέλος πάντων, να περιγράφουμε από Κυριακή σε Κυριακή τα αλλόκοτα του ποδοσφαίρου χωρίς να χαλάμε την καρδιά μας με τις συχνές ζαβολιές παιχτών και διαιτητών. Ο οπαδός είναι τόσο μικρόψυχος και αδύναμος μπρος στην αδυναμία της ομάδας, ώστε θα μπορούσε να μαχαιρώσει πισώπλατα, τόσο τον αντίπαλο, όσο και τον ίδιο τον εαυτό του.
Ο Κωστής Παπαγιώργης είναι συγγραφέας και αρθρογράφος ή, πιο σωστά, δοκιμιογράφος.























