Δεν μιλάμε πια. Ξεχάσαμε - αν μάθαμε ποτέ - να μιλάμε. Ανταλλάσσουμε άναρθρα αναθέματα. Στους γορίλλες απαντάμε με μυκηθμούς και στους σκύλους με γαβγίσματα.
Στο προσχεδιασμένο «ξέσπασμα» της Ζαρούλια περί «υπανθρώπων», ο λογοτέχνης βουλευτής δεν χαραμίζει τους συλλογισμούς του. Tης απαντά ότι «την αγαπά επειδή είναι φιλόζωος» (sic). Ωμότητα στην ωμότητα. Οδούς αντί οδόντος.
Στη συμπάθεια που εξέφρασε ο Γαϊτάνος για τον «τσαμπουκά» των χρυσαυγιτών, η φιλελεύθερη κι αριστερή πρωτοπορία απάντησε στα social media μόνο με κατινιές. Εκτός από τις κακιούλες για το μέικ-απ του αοιδού, δεν είχε τάχα τίποτε άλλο - πιο πολιτικό - να αντιτάξει;
Ετσι όμως μιλάμε πια. Με ουστ και μονοσύλλαβα. Με λέξεις σαν φτυσιές. «Οι ΔΗΜΑΡίτες είναι Χρυσαυγίτες», γρυλίζει έτερος λογοτέχνης. Το υβρεολόγιό του επιβεβαιώνει ότι, όπως ο πολιτικός λόγος, έτσι και η ελληνική πρόζα πάντα έπασχε από κατάχρηση επιθέτων: οι άλλοι είναι «επικίνδυνοι, θλιβεροί, τρισάθλιοι, γελοίοι». Αυτή η γλώσσα εξορίζει τα ουσιαστικά. Και είναι γλώσσα κοινή. Εκστομίζεται και στην άλλη όχθη. Τη χρησιμοποιεί και ο Πάγκαλος για να αναθεματίσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης μονοκόμματα ως «γελοίο».
Αυτή είναι η γλώσσα στο Ράιχ των επιθέτων. Κανείς δεν είναι ικανός να ακούσει ή να αρθρώσει μια πρόταση επέκεινα του «ρε». Ακόμη και η συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας εκφέρεται ως εμφυλιακό παραλήρημα: με τις απλουστεύσεις, τα στερεότυπα και τα καλιαρντά του μίσους.
Πώς να πείσει κανείς γι' αυτή τη δημοκρατία; Πώς να μιλήσει όταν του λείπουν τα ουσιαστικά; Μιλάει πια μόνο για να σιχτιρίσει. Μιλάει μόνο χρυσαυγίτικα.