Τους χειμώνες θα μας επισκέπτονται οι περαστικοί γουνέμποροι και θα τους ανταλλάσσουμε λίγο πετρέλαιο και μερικά λουκάνικα για λίγα ψήγματα χρυσού. Δεν θα αγοράζουμε γούνες εμείς, μόνο λουκάνικα και πετρέλαιο θα χρειαζόμαστε για τη λάμπα που θα μας φέγγει τις νύχτες που θα μου διαβάζεις τα Άνθη του Κακού απ' το πρωτότυπο και θα μου λες πόσο παράταιρο είναι το γούστο μου με το περιβάλλον – δεν θα με νοιάζει όμως και πολύ. Επειδή δεν θα έχει σημασία.
Όταν κουράζεσαι, θα σου λέω ιστορίες για τους ινδιάνους Ουμπκούα που έζησαν πριν από πολλά χρόνια στην περιοχή και θα σου ζωγραφίζω σκηνές από το κυνήγι και την αλιεία πάνω σε αυτοσχέδιους χάρτες θησαυρών, που θα τους χρωματίζω με ώχρες και χέννα. Τα βράδια θα ψήνουμε καλαμπόκια και λουκάνικα στη φωτιά και θα πίνουμε το ουίσκι που θα μας έχει προμηθεύσει εκείνος ο κυνηγός που θα περνά κάθε τόσο για να μας παζαρέψει το χρυσάφι που θα βρίσκουμε στη δυτική όχθη. Δεν θα πατήσουμε ποτέ το πόδι μας στο Φορτ Αστόρια. Ούτε θα γυρίσουμε ποτέ σε πόλη με αυτοκινητόδρομους, βενζινάδικα, φαστ φουντ, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλεία. Δεν θα ξέρουν ούτε οι φίλοι μας πού βρισκόμαστε. Οι περισσότεροι θα νομίζουν πως έχουμε πεθάνει.
Θα ζήσουμε έτσι για πολύ καιρό στην πολιτεία των καστόρων, μέχρι που δεν θα μπορούμε να το κάνουμε πια, και τότε, ηττημένοι και ευτυχείς, θα φτιάξουμε τη βαλίτσα μας και θα επιστρέψουμε στο Σάλεμ. Εκεί θα περιμένουμε το τέλος του χρόνου τρώγοντας σούπα και παρατηρώντας τον Ειρηνικό από ένα δωμάτιο με πράσινες κουρτίνες στον τελευταίο όροφο του οίκου ευγηρίας που θα είναι και το τελευταίο μας σπίτι. Πιασμένοι χέρι χέρι, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού. Εσύ κι εγώ. Μαζί. Δυο αγαπημένοι, διαψευσμένοι, ρομαντικοί μοναχικοί που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από αυτό που είναι.
*
©Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης