Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>ζουμερές μέρες

banner roots

ζουμερές μέρες
23.03.2014 | 14:36

ζουμερές μέρες

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

του kapakapamoiri

Δεν θυμάμαι ποιο καλοκαίρι ήταν όταν επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά -αργά το απόγευμα- σταμάτησα στο μανάβικο να πάρω λίγα ροδάκινα. Αυτά ορέχτηκα εκείνη την ώρα, αυτά πήρα.

Πλήρωσα κι έφευγα όταν η μύτη μου ψυχοπιάστηκε, πλάι στην πόρτα. Ένα καφάσι γεμάτο πιπέρια πράσινα, με τρεις όλες κι όλες ντομάτες στην κορυφή. Που μοιάζαν αληθινές ντομάτες, όχι σκέτο ζουμί και σπόρια σκεπασμένα με κόκκινη φλούδα. Τις έπιασα μια μια, φοβήθηκα ότι ήταν τέτοιας λογής το άγγιγμα που αν μ’ έβλεπε κανείς θα κουνούσε το κεφάλι του υποτιμητικά, για την κατάντια κάποιων αρσενικών που χαϊδεύονται ξεδιάντροπα με ντομάτες αδιαφορώντας για τα βλέμματα τριγύρω.

Αδιαφορούσα όντως. Τις μύρισα και κάτι φουρφούρισε μέσα μου. Έπιασα την πρώτη χαρτοσακούλα που βρήκα πρόχειρη, τις έχωσα γρήγορα μέσα μη τυχόν και μου τις αρπάξει κανείς. Ποιος να τις αρπάξει; Ψυχή στο μαγαζί, μόνο εγώ, η μανάβισσα και η πραμάτεια της τριγύρω μας.

«Από πού είναι; χρόνια έχω να αντικρίσω τέτοιες»

«Τις άφησε σήμερα το πρωί μια γριά, δεν την είχα ξαναδεί. Είπε αν θέλουμε κι άλλες να της το πούμε όταν θα ξαναπεράσει αύριο και θα κρατήσει και για μας ένα τελάρο. Κι εγώ ξεχασμένες τις είχα πάνω στα πιπέρια, δεν έδωσα σημασία, ντράπηκα να της πω ότι δεν τις θέλω, πήγα να της δώσω λεφτά, είπε όχι, περισσευούμενες είναι»

Πήγα να τις πληρώσω, η μανάβισσα έγνεψε όχι, «δεν τις πλήρωσα, δεν θα τις πληρωθώ κιόλας», την ευχαρίστησα, μπήκα στο αυτοκίνητο, τράβηξα για το σπίτι, να βγάλω επιτέλους παντελόνι, παπούτσια, πουκάμισο, να πάρει μια στάλα ανάσα το δέρμα μου.

Στη διαδρομή λοξοδρόμησα, μικρές παρακάμψεις σε μικρές πόλεις, τίποτε δεν μπορεί να σε βγάλει πάνω από πέντε λεπτά μακριά απ΄τον προορισμό σου. Είχαν έρθει για μια μέρα σπίτι τους ο πατέρας κι η μάνα μου, για το σέρβις τους, τα εθιμικά πλέον αιματολογικά. Το πρωί τα πήραν, συγύρισε εκείνη λίγο το κλειστό σπίτι, σε μια ώρα ξανά πίσω στη θάλασσα, μέχρι να πιάσουν οι ψύχρες και να μαζευτούν για τα καλά. Αλλά αργούσε ακόμη αυτή η ώρα.

Τα ‘παμε δυο λεπτά, όλα καλά; όλα καλά, της μάνας σου τα αιματολογικά καλύτερα από κοριτσάκι, τα δικά μου τα συνηθισμένα, να μη σκάω είπε ο γιατρός, ξανατράβα στο ψάρεμα και τα λέμε με το καλό τον Οκτώβρη. Δεν ξέρω γιατί πήρα μαζί ανεβαίνοντας και τις τρεις ντομάτες, ντροπής πράματα, ούτε μια σαλάτα της προκοπής δεν βγάζαν αλλά πώς βρέθηκα με τη σακούλα στα χέρια στο σπίτι τους δεν το θυμάμαι.

«Πάρε», του ‘δωσα τη σακούλα, «μου φάνηκαν καλές, μυρίζουν ντοματίλα, δεν ξέρω τι γίνεται μέσα τους αλλά αυτές είχε όλες κι όλες, ίσα για τη γεύση»

Τις πήρε, «το βραδάκι στο μπαλκόνι, θα βλέπω τις τράτες να βγαίνουν και θα τις τιμήσω μια χαρά», φιληθήκαμε, ίσως τα πούμε την άλλη Κυριακή αν βολέψει είπα, κάντο να βολέψει, θα ‘χω ψαριά για τηγάνι είπε, έφυγα.

Μπήκα στο μπάνιο και ποτίστηκα. Τόσο νερό πάνω μου και πάλι δεν χρειάστηκε, σχεδόν, να σκουπιστώ μετά.

Το βράδυ με πήρε η μάνα μου τηλέφωνο. Ψιθύριζε.

«Από πού τις πήρες; πήρε την πρώτη, την έκοψε στα δυο, την έφαγε σκέτη, μετά τις άλλες δυο και τον είδα να βουρκώνει, φοβήθηκα ότι πνιγόταν, καλά είμαι μου είπε, καλά είμαι, θυμήθηκα τη μάνα μου και τις ντομάτες στο ταψί, στο παράθυρο της κουζίνας, και δώστου να βουρκώνει, παράγινε ευσυγκίνητος ο πατέρας σου»

«Καλά είναι τώρα;»

«Μια χαρά είναι, μια χαρά, άμα βρεις κι άλλες τέτοιες πάρε, καλύτερες κι απ’ τα χάπια της πίεσής του θα είναι, βάλ’τες σ’ ένα κουτάκι στο ΚΤΕΛ και θα πάμε να τις πάρουμε»

Πήγα την άλλη μέρα. Και την παράλλη. Και ξανά, κάθε μέρα. Μάταια.

Η γριά δεν ξαναπέρασε από κει. Δεν την ξανάδαν.

Ώρες ώρες δεν ξέρω τι να σκεφτώ, ακόμη κι ως σήμερα. Θα με βόλευε -άμα έχεις υπέρβαρη φαντασία αυτά παθαίνεις- η γριά να ‘ταν η μάνα του, που βρήκε τρόπο να του στείλει μήνυμα ότι δεν τον ξεχνάει. Αλλά αυτά δεν γίνονται. Η μανάβισσα μου είπε -ναι, την ρώτησα- ότι η γριά ήταν δεν ήταν πενήντα κιλά όταν η σχωρεμένη η γιαγιά μου είχε κοντά τα διπλάσια. Δεν ήταν εκείνη.

Τέλος πάντων, δεν θυμάμαι πόσα καλοκαίρια πέρασαν. Γεροί να ‘ναι, ακόμη έρχονται απ΄τη θάλασσα, μετράνε τις χοληστερίνες και τα sgot τους και τους αιματοκρίτες τους και ξαναφεύγουν πίσω. Μπορεί η μάνα του να τον περιμένει εκεί -όπου- πέρα, με το ταψί γεμάτο, ωραίες, ζουμερές, ντοματένιες ντομάτες. Αλλά εμείς τον κρατάμε (βολική ψευδαίσθηση ανύπαρκτης δύναμης) εδώ. Για γεμάτες, ωραίες, ζουμερές μέρες. Καλύτερη γεύση έχει η ζωή, είμαι σίγουρος.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400