Βγήκα βράδυ Τρίτης, ξαναμμένος, ποθώντας οποιαδήποτε γυναίκα βρεθεί και θέλει να με ακούσει. Η πόλη άδεια, οι δρόμοι ανοιχτοί. Μαγαζιά και τραπέζια να παρακαλάνε. Βρήκα ένα καταγώγιο με πολλές μηχανές παρκαρισμένες απ’ έξω. Μπήκα μέσα. Παλιό, καθαρό, μπάσταρδο χέβι μέταλ. Παλιά τα γούσταρα τέτοια μέρη, είχαν κάτι αληθινό. Τώρα πια βαριόμουν. Μου φαίνονται ψεύτικα, αμερικανιές. Μπιλιάρδα, γκόμενες, στενά τζιν, μπλουζάκια με στάμπες. Κάθισα στη μπάρα. Πάντα μπάρα. Πήρα τη μπύρα μου, ησύχασα, κοιτούσα τον καθρέφτη πίσω από τα ποτά, διάβαζα τις ετικέτες των μπουκαλιών.
Πίσω μου δυο δίδυμες, μάλλον φοιτήτριες, κουνιόντουσαν πέρα δώθε. Κάτι σαν χορός χωρίς βήματα. Λογικό αν σκεφτείς πως εκείνη την ώρα οι Twisted Sister έκαναν τον χαβαλέ τους στα ηχεία του μαγαζιού. Έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, έστελναν φιλάκια στον μπάρμαν. Είχαν μεθύσει. Ο μπάρμαν έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε «Έχεις πάει με δίδυμες;». Γέλασα και είπα «Δεν έτυχε ως τώρα» και του ζήτησα να μου ξαναγεμίσει το ποτήρι. «Δεν ξέρεις τι χάνεις» μου απάντησε με το ύφος μεγάλου γυναικοκατακτητή που έχουν όσοι σερβίρουν ποτά τα βράδια και πήγε να μου βάλει μπύρα.
Περπάτησε και κάθισε δίπλα μου. Έβαλε τα τακούνια από τις μπότες της στο σιδερένιο πλαίσιο του σκαμπό. Την κοίταξα για λίγο. Είχε το πιο γλυκό μωρουδίσιο πρόσωπο που κυκλοφορούσε εκείνο το βράδυ στην Αθήνα, κάτι που όμως δεν έκρυβε την πραγματική της ηλικία. Θα ήταν σίγουρα πάνω από τριάντα και κάτι. Κορακίσια μαλλιά, λεπτή μύτη. Μαύρο κοντό φόρεμα. Άφηνε ακάλυπτα σχεδόν τα μπούτια της που έβραζαν. Παρήγγειλε και με ρώτησε με προφορά που φανέρωνε πως δεν ήταν Ελληνίδα.
-Με βρίσκεις όμορφη;
-Βρίσκω ωραία τα πόδια σου.
-Κατάλαβα κανείς δεν με βρίσκει όμορφη πλέον. Να σε κεράσω ένα ποτό;
-Δεν σε είπα άσχημη και ναι θέλω ένα ποτό γιατί διψάω!
Μιλήσαμε με τις ώρες. Καταγόταν από τη Βουλγαρία και δούλευε για πολλά χρόνια χορεύτρια σε μπαρ για άντρες. Δεν ήταν αυτό που οι περισσότεροι άντρες θα έλεγαν λακωνικά και τάχα μου αντρίκεια «ωραία γκόμενα», αλλά είχε περάσει ο καιρός που με ένοιαζε μονάχα αυτό. Ήταν γοητευτική και κυρίως της άρεσε να πίνει και να μου μιλάει. Ήθελα να την ακούω.
Περνούσε η ώρα κι εκείνη μου μιλούσε. Η μουσική χαμήλωσε στην ένταση και στο ύφος. Ο μπάρμαν ανυπομονούσε να φύγει παρέα με τις δίδυμες. Έπρεπε να μετακομίσουμε. Τσακωθήκαμε όπως κάνουν οι καλοί φίλοι για το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό. Έδωσα ό,τι είχα πάνω μου και φύγαμε. «Τα επόμενα δικά μου» είπε και με οδήγησε σε ένα μικρό μπαράκι εκεί κοντά.
Οι λέξεις έχουν νόημα για αυτό όταν λέω «μικρό» εννοώ όσο ένα χολ. Λεγόταν «Ταξίδι» και ο κόσμος ήταν πολύς όσο κι η κάπνα. Παλιά λαϊκά, έντεχνα, ρεμπέτικα. Άσπροι τοίχοι. Για διακόσμηση ένα ανθρώπινο πάζλ. Ροκάδες, επαναστάτες, γκέι, καλλιτέχνες, εργάτες, μετανάστες. «Μια μπύρα να σβήσουμε» μου φώναξε δυνατά η συνοδός μου για να την ακούσω κι προσέγγισε το μπαρ με δυσκολία. Δίπλα μου ένα περίεργο ζευγάρι λογομαχούσε. Η γυναίκα ήταν έξαλλη και φώναζε στον δικό της «Στον κομμουνισμό θα χορεύουμε;». Ο τύπος το σκεφτόταν. Προβληματίστηκε, έξυσε το μούσι του και της απάντησε «Ε ναι βρε κουτό!». Τότε εκείνη έσπασε ένα μεγάλο ποτήρι στο πάτωμα κι άρχισε να χορεύει μόνη ζεϊμπέκικο. Διάφοροι τύποι γονατισμένοι να βαράν παλαμάκια και ο μαγαζάτορας να γουστάρει και να επικροτεί τις μαλακίες. Ωραία τρύπα!
Η συνοδός μου ήρθε με τις μπύρες με φίλησε στο μάγουλο και τσουγκρίσαμε. Όλο το βράδυ ήμουν μαζί της και δεν ήξερα το όνομά της. «Για απόψε πες Κατερίνα» είπε και με αγκάλιασε. Ήπιαμε και φύγαμε. Περπατήσαμε μέχρι το διαμέρισμά της που ήταν σχεδόν στο από πίσω στενό. Πήραμε το ασανσέρ. Είχε ζαλιστεί κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου. Έτσι όση ώρα ανεβαίναμε χάζευα τον τοίχο του ανελκυστήρα. Έχω πειστεί πως οποιαδήποτε μπούρδα θες τότε σίγουρα θα την αντικρίσεις μέσα σε ασανσέρ παλιάς αθηναϊκής πολυκατοικίας. Αριθμούς τηλεφώνων, αυτοκόλλητα ομάδων, συνθήματα για τους μπάτσους.
Της πήρε χρόνο να ανοίξει την πόρτα. Μπήκαμε και όρμησα στον καναπέ. Η Κατερίνα πήγε να αλλάξει. Το δωμάτιο μύριζε. Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες. Ένας πελώριος σκύλος ήρθε και στρώθηκε στα πόδια μου. Μισώ τις γυναίκες που έχουν σκύλο γιατί δεν έχουν άντρα. Η Κατερίνα δεν μου φαινόταν τέτοια. Ήρθε ξυπόλητη φορώντας κοριτσίστικες πυτζάμες. Δεν έμοιαζε με τη γυναίκα που ήμουν μέχρι πριν λίγο αλλά μου άρεσε περισσότερο. Ο σκύλος μούγκρισε. «Βλέπω γνώρισες τον Καντάφι» μου είπε γεμάτη χαρά. Σηκώθηκε κι άρπαξε ένα τετράδιο με κάτι σημειώσεις. «Σου είπα πως γράφω χαϊκού;»
Ήλιε ψηλά. Γκρεμίζομαι
Σε ευχαριστώ
Βρισκόμουν ζαλισμένος σε ένα διαμέρισμα κάπου στο κέντρο, μαζί με μια Βουλγάρα χορεύτρια που γράφει χαϊκού. Η Κατερίνα βγήκε στο μπαλκόνι. Επαναλάμβανε συνεχώς το ποίημά της. Στο διαμέρισμα έμπαινε το αεράκι. Πέρασε από την έξω πλευρά του κάγκελου και κρατιόταν με το ένα χέρι. Φοβόμουν. Συνέχιζε να λέει απ’ έξω το χαϊκού της. Το μικρό, γυναικείο κορμί της κρεμιόταν πάνω από μια ασφάλτινη λουρίδα της πρωτεύουσας. Ενώ έτρεμα της είπα «Μωρό μου έλα μέσα θα κρυώσεις!» σαν να ήταν το χειρότερο που μπορούσε να πάθει. Μπήκε, κάθισε δίπλα μου κι έβαλε τα κλάματα. Μίλησε.
«Αν κάτι σιχαίνομαι είναι να μου λεν πως είμαι χέστης. Ξέρεις τι είναι φόβος; Μένω με τη μάνα μου. Τώρα λείπει. Πήγε στη Βουλγαρία να δει τους παππούδες μου. Είναι καθαρίστρια. Τώρα δεν δουλεύει. Οι εργολάβοι της έσπασαν το χέρι. Ζήτησε αυτά που της χρωστάνε. Από τα 19 μου χορεύω για όλους. Στο αγόρι που κάποτε είχα δεν χόρεψα ποτέ … ντρεπόμουν. Χιλιάδες άντρες όλα μου τα βράδια, όλα μου τα χρόνια. Οι περισσότεροι για να μου πιάσουν τα βυζιά. Να καυλώσουν. Κάποιοι με ερωτεύτηκαν. Μου έκαναν δώρα. Ένας τρελός μου ζήτησε να παντρευτούμε.»
Ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι. Την πήρε ο ύπνος αμέσως. Εγώ δίπλα της να μην κλείνω μάτι. Να την αγκαλιάζω σφιχτά. Να θέλω να την προστατεύσω, να θέλω να είναι η αδερφή μου. Ποιος εγώ; Που βγήκα με σκοπό το σεξ. Δίπλα της, τρυφερός και θυμωμένος. Οργισμένος με μένα, με το φύλο μου, με τον καπιταλισμό και τη ζωή.
Ξημέρωσε και σηκώθηκα αθόρυβα. Της άφησα ένα σημείωμα να με βρει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο ασανσέρ. Έβγαλα ένα μαρκαδοράκι που έχω για να κρατώ σημειώσεις κι έγραψα «ΕΙΣΤΕ ΜΑΛΑΚΕΣ!». Οι δρόμοι ίδιοι, η πόλη ίδια … η ζωή; Ένιωθα δυνατότερος.