Κι εγώ;
Eγώ τους τράβηξα και τους τέσσερις μια φωτογραφία, σε ένα Fuji 24ρι των 100 ASA, για να τους θυμάμαι. Ο ένας δίπλα στον άλλον, με την πλάτη γυρισμένη στο λιμάνι, στο τελευταίο κατάστρωμα -δυο είχε όλα κι όλα άλλωστε- ακριβώς τη στιγμή που σε ένα παγκάκι πίσω μου, κάτω από μια σωσίβια λέμβο, δυο αλλέγκροι τύποι of a certain age έλεγαν σόκιν ανέκδοτα σε τρεις ζουμερές μεγαλοκοπέλες, τόσο ζουμερές που η κυταρίτιδα ξεχείλιζε κι από τους αστραγάλους τους. Οι αλλέγκροι ήρθαν, συμφώνησαν, φεύγαν. Ήδη η Χώρα είχε γεμίσει με αφίσες τους. «Από 20 Ιουνίου μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο, κάθε Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή, οι αδερφοί Κατσάμπα στην Αρκούδα. Ξεφάντωμα, γλέντι, χορός».
Οκτώ και τρία ακριβώς, ανέβηκε η πόρτα. Στις εννιά παρά πέντε κατέβηκε το πρώτο αυτοκίνητο, απέναντι. Μόλις κατέβηκε και το εικοστό δεύτερο, έσβησαν οι μηχανές. Μαζί τους και η Δευτέρα, ανήμερα Αγίου Πνεύματος, εικοσιπέντε, ίσως και παραπάνω, χρόνια πίσω. Μπορεί εικοσιτρία, μπορεί και εικοσιεφτά. Πολλά πάντως. Όσα και οι πευκοβελόνες που έφερα -άθελά τους- πίσω.
——-
(μια μπουκιά από κάτι σαν μνήμη)