Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>είσαι παντού

banner roots

είσαι παντού
12.03.2014 | 13:34

είσαι παντού

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει το βυτίο

Οι κόρνες με ξύπνησαν. «Έλα, πάμε ρε παιδάκι μου» ακούστηκε από κάπου πίσω δεξιά η άγνωστη φωνή. Είχα μείνει ακίνητος, με νεκρά, κατεβασμένα παράθυρα και το ράδιο στο mute στο φανάρι της Πανεπιστημίου. «Άϊντε ρε. Κουνήσου λέμε». Έκανα νόημα, έβαλα πρώτη και ξεκίνησα.

Τη θυμόμουν Νοέμβριο του 2008 καθισμένη οκλαδόν στη μέση της Πανεπιστημίου. Είχε μια συναυλία αλληλεγγύης προς τους φυλακισμένους που είχαν εξεγερθεί σε όλη τη χώρα. Αυτή, ως συνήθως εκεί, οκλαδόν στο οδόστρωμα κάπνιζε και παρακολουθούσε τη συζήτηση της παρέας της. Το στένσιλ, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, λέει «η ουτοπία είναι εδώ, κάτω απ’ τo τσιμέντο». Το στένσιλ δεν ξέρει να παραφράζει σωστά. «Η ουτοπία είναι εδώ, οκλαδόν πάνω στο τσιμέντο».

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε την είδα πρώτη φορά. Πρέπει να ήταν 1998. Όπως οι περισσότεροι πήγαινα φροντιστήριο στα πέριξ της Κάνιγγος. Στις κοπάνες απ’ το φροντιστήριο ή πριν και μετά απ’ αυτό, πηγαίναμε εναλλάξ στο «Παλλάδιουμ» για ηλεκτρονικά ή στο «καφενείο το φοιτητικόν» για καφέ και μπύρα. Η Β. που ήταν πιο βγαλμένη και πιο ψαγμένη από μένα, τουλάχιστον τότε αλλά μάλλον και τώρα, με έπειθε κάθε φορά ότι αυτά τα διαγωνίσματα της Κυριακής δεν είχαν νόημα ή τέλος πάντων δεν είχαν τόσο νόημα όσο ο πρωινός καφές στο φοιτητικό. Η Β. ήταν ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, που να έχεις μάτια τότε να το δεις, και είχε διάφορες εμμονές. Μια απ’ αυτές είχε να κάνει με το περίφημο τζουκ μποξ του καφενείου. Τζουκ μποξ το 1998 μάλιστα. Γεμάτο Κατσιμιχαίους, Πυξ Λαξ, Τρύπες, Παπακωνσταντίνου και ότι άλλο ελληνικό θεωρούνταν τότε ροκ, έντεχνο κλπ. Περιέργως ανάμεσα στα τέτοιου είδους cd είχαν παρεισφρήσει ύπουλα και δύο εντελώς ακατανόητες επιλογές. Ένα διπλό cd του Σφακιανάκη και ένα με επιλογές Μητροπάνου. Οπότε κάθε μα κάθε φορά, είτε ήταν Τετάρτη απόγευμα είτε Κυριακή πρωί, η Β. θα έβαζε από καμιά μισή ντουζίνα φορές το «Παράλληλα» και το «αλλοίμονο». Με σεκλέτι που άρμοζε σε σαραντάχρονους που έχουν περάσει από σαράντα κύματα και έχουν βιώσει την ερωτική απώλεια στο πετσί τους, ακούγαμε με φοβερό σεβασμό και την επιβεβλημένη κίνηση – τίναγμα του χεριού – τα κομμάτια. Μία απ’ αυτές τις φορές, Κυριακή πρωί κατά τις 9μιση, την ώρα που ακούγαμε για τρίτη φορά το «αλλοίμονο» και η σερβιτόρα σκεφτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο να μας δολοφονήσει με ένα σπασμένο σφηνοπότηρο ή έστω να μας πετάξει έξω, μπήκε στο «φοιτητικό» αυτή και η παρέα της. Η περιγραφή του ξανθού κοριτσιού που αντίκρισα τότε για πρώτη φορά αποβαίνει αδύνατη ή και αδιανόητη. Θα πετάξω απλά χύμα στο τραπέζι τις λέξεις: έλλειψη ελέους, ακαταλόγιστο, αχειροποίητη ή όπως είπε ένας τύπος κάποτε: ΠΑΤΑΓΟΣ.

Έκανα να συνέλθω δυο τρεις εβδομάδες, αλλά έτσι είναι τα νιάτα, ξεχνούν και φαρμακώνονται με την ίδια ευκολία, πολλές φορές μέσα στην ίδια ώρα. Εκείνη την περίοδο, νομίζαμε πως όλα συμβαίνουν στην πλατεία Εξαρχείων που κυκλοφορούν μόνο ενδιαφέροντες, περίεργοι, τρομεροί και τρομακτικοί τύποι. Τριγυρνούσαμε εκεί και την πετύχαινα πότε στο δρόμο, πότε στην Πρωτοπορία και μια φορά να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο στο Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο στη Θεμιστοκλέους. Προσπάθησα να δω ποιό ήταν, αλλά δεν τα κατάφερα, ούτε βρήκα το κουράγιο να ρωτήσω τον άνθρωπο που δούλευε μήπως είχε προσέξει τί και πώς. Τα επόμενα χρόνια, όταν ερχόμουν στην Αθήνα στις διακοπές απ’ την πόλη που σπούδαζα, την έβλεπα αραιά και που στο Κούσκο στην Κωλέττη (πριν ο δρόμος καταλήξει πολύ βαρύς για να πιεις απλά το ποτό σου χαζολογώντας) και δύο τρεις φορές στο Ποδήλατο. Πάντοτε περιτριγυρισμένη από διάφορους άσχετους τύπους, που όλοι έμοιαζαν μαλάκες, αδιάβαστοι, αδιάφοροι και δήθεν. Τουλάχιστον. Αντιθέτως αυτή κουβαλούσε μονίμως γύρω απ’ το κεφάλι της αυτό το ιδιόμορφο ερωτικό φωτοστέφανο, που έλεγε πότε γάμα με και πότε κρύψε με και πότε και τα δύο μαζί. Βεβαίως, παρά το ότι πρέπει να την κοίταζα σαν τρελός, αυτή δεν είχε ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Μηδέν.

Μια φορά μια φίλη με πήγε στην Καλλιδρομίου, την οποία μέχρι τότε αγνοούσα. Απευθείας, είδα τα μαγαζιά στη σειρά και σκέφτηκα ότι ένα κορίτσι σαν κι αυτό κανονικά θα έπρεπε να βγαίνει εδώ. Με διαφορά μερικών χρόνων διαπίστωσα ότι όντως το κορίτσι έβγαινε εκεί. Πρέπει να ήταν γύρω στο 2010 όταν όντας υπέροχα σουρωμένος, ρωτούσα όσο πιο δυνατά μπορούσα, επίτηδες για να ενοχλήσω την παρέα, σε ποιό σκαμπό καθόταν άραγε παλιά ο Αρανίτσης. «Σε ποιό σκαμπό καθόταν ρε μαλάκες ο Ευγένιος; Πείτε μου να το φιλήσω τώρα; Σε ποιό;». Έπειτα με μια θεατρική κίνηση έπεσα στα γόνατα και όντως φίλησα το σκαμπό. Οι άλλοι γελούσαν, κεράστε το παιδί, δεν είναι καλά και τέτοια και ξαφνικά γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω απ’ την ανοιχτή πόρτα να μπαίνει αυτή και κάποιος άλλος. Κάποιος μαντράχαλος. Στα γόνατα, κρατώντας με τα δύο χέρια μου σφιχτά το σκαμπό, την είδα να με κοιτάζει για πρώτη φορά. Χαμογέλασε ελαφρά (ή μήπως ειρωνικά) και αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα χαμογελούσε εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ ή χώριζαν ή έλυναν για πάντα κάποιο σπουδαίο ζήτημα με κάθε επισημότητα και λεπτομέρεια. Πάντως δεν με ξανακοίταξε.

Το 2002 με 2003 είχαμε αλλάξει στέκια και μεθοκοπούσαμε φτηνά και γλυκά στο Ψυρρή. Στην Ψύρρα το μαγικό φίλτρο που λεγόταν ούζο βοηθούσε (ανάλογα την περίσταση) να ξεχάσεις ή να θυμηθείς τα πάντα στο άψε σβήσε. Έτσι, τα βράδια παρατηρούσαμε τον κόσμο που περπατούσε πάνω κάτω και ακόμη δεν ήταν τόσο πολύς ή τόσο κάπως ή μπορεί απλά τότε να αντέχαμε τα πάντα. Μια απ’ αυτές τις φορές την ώρα που έκλεισε το καφενείο κατευθυνθήκαμε στο Soul στην Ευριπίδου. Εκεί, συχνάζαμε επειδή στον Γ. άρεσε μια σερβιτόρα, η οποία δεν ήταν όμορφη αλλά ήταν «γυναίκα», έτσι προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τότε τη θηλυκότητα. Δίκιο είχαμε και μάλιστα δεν είχαμε καθόλου υποψιαστεί πόσο σοβαρή ήταν η παρατήρησή μας. Τίποτα δεν μπορούσαμε να υποψιαστούμε πόσο μάλλον που κάπου εκεί πρέπει να ανακαλύπταμε τί εστί τζιν τόνικ. Ακριβώς λοιπόν μ’ ένα τζιν τόνικ στο χέρι εκείνο το βράδυ την είδα στην άκρη του μπαρ. Αμέσως έφτιαξα το οπτικό μου πεδίο ώστε να μην φαίνεται τίποτα άλλο, παρά μόνο εκείνη. Χαμήλωσα το φωτισμό, μίκρυνα το κάδρο, έκλεισα τη μουσική και απλά κοιτούσα. Θα μπορούσα να είχα σκεφτεί να της μιλήσω κιόλας, αλλά δεν πρόλαβα να φτάσω ως εκεί. Δεν πρόλαβα γιατί ο μαντράχαλος εκείνης της βραδιάς την ακουμπούσε, την κρατούσε και τη φιλούσε διαρκώς. Το θέαμα ήταν αχώνευτο και δεν θα το άντεχα για πολύ. Τράβηξα τον Γ. απ’ το μανίκι να φύγουμε κι ας είναι μισογεμάτα τα ποτήρια μας (ύβρις). Δευτερόλεπτα πριν αγγίξω το πόμολο της πόρτας, γύρισα να την κοιτάξω (άτις). Δεν φιλιόταν, ο μαντράχαλος παράγγελνε, και αυτή μου έγνεψε χαμογελώντας (νέμεσις). Η βραδιά δεν είχε τελειώσει αλλά χρειαζόμουν ένα τόνο τζιν ή κανένα δίωρο περπάτημα. Σα χαμένος, βγήκα στην Ευριπίδου και τράβηξα στα τυφλά ευθεία. Περπατώντας, συζητώντας και παραληρώντας βρεθήκαμε ανάμεσα σε ένα ό,τι να ‘ναι πλήθος στην Σωκράτους. Πόλη πικρή σαν δηλητήριο. Το κορίτσι – ΠΑΤΑΓΟΣ σου γνέφει αλλά φιλιέται μ’ άλλον. Οι δρόμοι είναι όμορφοι αλλά οι άνθρωποι καταρρακώνονται. Ναρκωτικά και τράφικινγκ, πιες κάτι, απόψε η πόλη κερνάει κώνειο. Θολές μορφές έβγαιναν από κάτι μισογκρεμισμένες πόρτες και σουλούπωναν το μπλουζάκι τους. Ξαφνικά φανταζόμουν κάθε γυναίκα που είχα δει σε στριπτιζάδικο τα προηγούμενα χρόνια να βγαίνει από μια τέτοια πόρτα. Σωκράτους, νύχτα στην ισχυρή ολυμπιακή Αθήνα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού. Και απάνω στις φύρδην μύγδην τύψεις να κατακάθεται ο μικρός μου εγωισμός. Με χαιρετάει και φιλιέται μ’ άλλον.

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα το κόψαμε το Ψυρρή, γιατί είχε γεμίσει κάτι μοντέρνα ρεμπετάδικα στα οποία ο κόσμος διασκέδαζε με το (αν έχεις το θεό σου) «επιπόλαιο με λες» και άλλα παρόμοια. Τότε ζούσα στον απόηχο της Κομοτηνής, που με σπούδασε και με καλόμαθε και μου έδειξε ότι μαγαζί με λαϊκά, αν δεν έχει μπουζούκι με καλώδιο να πλησιάζει τα τραπέζια των θαμώνων, δεν έχει νόημα. Τότε ζούσαμε (έστω στρεβλά) την αγωνία του αγώνα για το αυθεντικό. Το αυθεντικό, αυτό ήταν μονίμως το ερώτημα. Τί να τα κάνουμε τα mainstream μπουζούκια με τους ρέμους και τους λοιπούς χλιαρούς τύπους που δεν ξεχωρίζουν το νταλκά απ’ το δακρύβρεχτο ριάλιτι της prime time; Είχαμε γίνει γραφικοί. Κάποιοι Κομοτηναίοι επεδείκνυαν την αδιαφορία τους πχ. για τον Βέρτη που τότε έκανε σουξέ, αφού εμείς τον ακούγαμε στο τάδε μαγαζί, όταν δεν τον ήξερε κανείς. Η γραφικότητα έφτανε σε άπιαστα όρια, όταν ας πούμε, στα τοπικά μπουζούκια της Φλώρινας οι εκεί φοιτητές και από κοντά εμείς οι φίλοι τους, αποθεώναμε το προσωπικό τραγούδι της «φίρμας» που πήγαινε νομίζω κάπως έτσι «της μια βραδιάς τα σ’ αγαπώ / είναι που με πονάνε. Της μια βραδιάς τα σ’ αγαπώ είναι που με μεθάνε». Σα να έλεγαν, τον γουστάρουμε τώρα που μπορούμε τον τύπο, γιατί αύριο μεθαύριο θα τον μάθουν οι Αθηνέζοι και θα γίνει mainstream και ποιός τον χέζει τότε; (Αργότερα μάθαμε ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορείς να είσαι mainstream ή πάντως πασίγνωστος και αυθεντικός). Πάντως αυτή δεν την είδα ποτέ σε μπουζούκια. Ούτε στην Κομοτηνή, ούτε στην Φλώρινα, ούτε και στην Αθήνα.

Την είδα όμως με τον ίδιο μαντράχαλο ένα Ιούλιο στο γνωστό σημείο της καλοκαιρινής Αθήνας. Ο σταθμός του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι τα καλοκαίρια μετατρέπεται σε χώρο αναμονής για μια άλλη διάσταση. Ζέστη, μπαγκάζια και το εισιτήριο στα δόντια. Στο σταθμό κάθε καλοκαίρι τότε έβλεπες μαζί την ταλαιπωρία και το πανηγύρι, την προσμονή για το τρένο που θα σε οδηγήσει στο πλοίο που θα σε πάει στον επί γης παράδεισο, τον μόνο δηλαδή που έχει την παραμικρή σημασία. Στο σταθμό αυτή, καλοκαιρινή, αέρινη, αεράτη, μεταξωτή, ιδρωμένη και δροσερή περίμενε το τρένο μαζί του. Κρεμασμένη σχεδόν απ’ το λαιμό του. Αν δεν είχα εισιτήριο για την Πάτμο θα σκεφτόμουν σοβαρά το ενδεχόμενο να πέσω στις γραμμές. Με γλίτωσε η ιδέα της ψιλής άμμου. Εκείνη την μέρα πρέπει να την κοίταζα με φοβερό παράπονο.

Το Σεπτέμβριο την ξαναπέτυχα. Στον πεζόδρομο έξω απ’ το Pop. Κοιτούσαμε με τον Γ. μια αλλόκοτη ξανθιά που ήταν πανέμορφη αλλά ήταν ντυμένη κάτι (αργότερα μάθαμε πως αυτό το έλεγαν vintage και θα ερχόταν στη μόδα). Ήταν ντυμένη κάτι όχι άσχημο, αλλά από άλλη εποχή. Μόνο που επειδή αυτό το από άλλη εποχή παραήταν πετυχημένο, αυτομάτως καθιστούσε την κοπέλα άξια παρατήρησης τόσο, ώστε αυτό το στοιχείο να ξεπερνάει την ομορφιά της (που δεν ήταν αμελητέα). Ε όλο αυτό ήταν αλλόκοτο. Κάποια στιγμή η ξανθιά αυτή χαιρέτησε μια άλλη κοπέλα. Ασυναίσθητα και οι δυο μας γυρίσαμε να δούμε ποια ήταν και ω το θαύμα, ήταν αυτή, η περίφημη αυτή. Αυτή τη φορά μάλιστα χωρίς μαντράχαλο αλλά με μια φίλη της. Αφού χαιρέτησαν, στάθηκαν δίπλα μας. Το μόνο που κατάφερα να ακούσω στο επόμενο λεπτό ήταν ότι η φίλη της δεν ήθελε να κάτσει, γιατί το μαγαζί ήταν ακριβό και ο κόσμος κάπως και δεν ακουγόταν μουσική αλλά θόρυβος. Δίκιο είχε βέβαια, αλλά ήμουν αποφασισμένος, σχεδόν σαν σούπερ ήρωας ή ατρόμητος ντετέκτιβ στο L.A. Confidential και γύρισα να της μιλήσω. Είχε όμως ήδη ξεκινήσει και το μόνο που κατάφερα ήταν να την αγγίξω ελάχιστα στην πλάτη, λες και προσπαθούσα να αποφύγω το αναπόφευκτο. Το ένιωσε, μου χαμογέλασε (τρίτη φορά πια, μπράβο λεβέντη μου να τις χιλιάσεις) και είπε σχεδόν ψιθυριστά, την επόμενη φορά. Αμέσως ένιωσα μια χαρά ίση με χίλιες χαρές και βάλε, ήπια μονορούφι μισό τενεκέ τζιν και αισθάνθηκα ταυτόχρονα δικαίωση και ανυπομονησία παρόμοια φαντάζομαι με αυτή του σκύλου που βλέπει στα χέρια σου το μπαλάκι να πλησιάζει προς το στόμα του. Τί πάνω και τί κάτω απ’ το τσιμέντο. Η ουτοπία είναι εδώ και σου δίνει το πιο πολλά υποσχόμενο ραντεβού του σύμπαντος. «Την επόμενη φορά».

Τζίφος. Μηδέν. Τίποτα. Γιατί η επόμενη φορά ήταν μετά από χρόνια. Νοέμβρη του 2008, οκλαδόν στη μέση της Πανεπιστημίου. Λίγο μεγαλύτερη και άρα λίγο περισσότερο γοητευτική, αλλά εξακολουθητικά απίθανα όμορφη. Δε μιλήσαμε. Ούτε την κοίταξα καν. Απέφυγα και να περάσω από δίπλα της. Βλέπεις τώρα δεν ήμουν εγώ μόνος. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω γραφικός, αλλά το απέφυγα. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω καν αν ήθελα να το αποφύγω. Η τύχη τα φέρνει έτσι μερικές φορές και η ουτοπία δεν αποκαλύπτεται ποτέ, μένει κάτω απ’ το τσιμέντο. Ή αποκαλύπτεται μια άλλη ουτοπία απ’ αυτή που περίμενες, κάτω απ’ το διπλανό τσιμέντο. Όπως και να ‘χει τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν ξέρω πως θυμήθηκα αυτή τη συγκεκριμένη ανώνυμη ξανθιά ουτοπία. Είχα καιρό να τη σκεφτώ και τι να σκεφτώ δηλαδή, ούτε το όνομά της ήξερα, ούτε ένα τόσο δα στοιχείο. Ήξερα μόνο την εικόνα της. Στο φοιτητικό καφενείο, στον σταθμό στο Μοναστηράκι, στα Εξάρχεια, στο soul και στο pop, στην Πανεπιστημίου. Κάτι χαμόγελα, πολλές αδιαφορίες, ένα άγγιγμα στην πλάτη και ένα ψιθυριστό ραντεβού που δεν έγινε ποτέ, «την επόμενη φορά». Ήξερα μόνο την εικόνα της. ΠΑΤΑΓΟΣ που έλεγε ένας τύπος κάποτε.

«Ξεκίνα ρε μαλάκα». Όχι μόνο δεν υπήρχε η ουτοπία πάνω σ’ αυτό το τσιμέντο, αλλά ο οδηγός από πίσω κόρναρε και ξανακόρναρε τάχα αγανακτισμένος. Κάθε φορά που περνάω την Πανεπιστημίου τα ίδια. Σε κάθε φανάρι, βλέπω φαντάσματα να κάθονται οκλαδόν στη μέση του δρόμου.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400