Γράφει ο Χριστόφορος Σαρδελής
Σε μια οικονομία που έχει υποστεί μια σωρευτική απώλεια του εθνικού προϊόντος κατά 25% και με την ανεργία να προσεγγίζει το 30%, θα ήταν περίεργο να μην θεωρείται η ανάπτυξη ως η πρώτη προτεραιότητα. Το ερώτημα όμως είναι τι εννοεί ο καθένας με τον όρο «ανάπτυξη» και τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ως οργανωμένη κοινωνία για να διασφαλίσουμε μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Προφανώς πρέπει να διαλέξουμε δρόμο διαφορετικό απ’ αυτόν που, έπειτα από πολλά χρόνια «ανάπτυξης», οδήγησε στη σημερινή τραγωδία.
Γράφει η Χριστίνα Πουλίδου
«Πήδημα: 5 ευρω» έγραφε η ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη απ΄τον λαιμό μιας κοπέλας, από τις εκατοντάδες που έκαναν πιάτσα στους δρόμους του κέντρου. Οι διαρρήξεις είχαν εκτοξευθεί, ρακένδυτοι «συλλέκτες» μετάλλων ξήλωναν ό,τι έβρισκαν, παράνομες λέσχες είχαν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια, καθώς και μπάρ που λειτουργούσαν όλο το 24ωρο. Διαμερίσματα φτηνών συνοικιών είχαν μεταβληθεί σε τρώγλες, τα κουφώματα είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως καύσιμα, ενώ σκουπίδια στοιβάζονταν σε βουνά σε κοινόχρηστους χώρους.
Του Πάσχου Μανδραβέλη
Σοκαριστήκαμε όλοι από τη χυδαία επίθεση της κ. Ελένης Ζαρούλια κατά του κ. Γιάννη Δραγασάκη στη Βουλή. Είναι λογικό. Δεν ήταν μόνο η φρασεολογία της, που προέρχεται κατευθείαν από τα καταγώγια του υποκόσμου. Ηταν και η χρησιμοποίηση της κόρης του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική αντιπαράθεση. Αυτό είναι επίσης καινούργιο. Τα προσωπικά των πολιτικών, τα τυχόν δράματα στις οικογένειές τους, δεν μπήκαν ποτέ στην αρένα της πολιτικής. Υπήρχε ένα ελάχιστο αστικής ηθικής, το ελληνικότατο φιλότιμο, που απέτρεπε τους πολιτικούς να ρωτούν κάποιον αντίπαλο αν η κόρη του «η πρεζού βγήκε από την μπουζού».
Γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης
Είσαι στο δεύτερο βαγόνι. Διαβάζεις. Κοιτάζεις έξω. «Πάει γρήγορα», σκέφτεσαι. Δεν κύλησε ένα δευτερόλεπτο και τα μάτια σου άνοιξαν διάπλατα, σαν το στόμα σου που τσιρίζει. Μία απόκοσμη δύναμη σε τίναξε προς το πλάι του βαγονιού. Δεν πρόλαβες να σκεφτείς ότι πεθαίνεις. Το κρανίο σου διαλύθηκε σαν αυγό και λύγισες σαν παιδική κούκλα. Και φοβόσουν το αεροπλάνο. Κακώς. Αφού είναι το πιο ασφαλές μέσο για το ταξίδι σου. Το αεροπλάνο πετάει, κυρίως, υπό τον έλεγχο του υπολογιστή. Και αν πέσει, τις περισσότερες φορές ευθύνεται ο αληθινός πιλότος, όχι ο αυτόματος.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Η Μύκονος, ως γνωστόν, δεν είναι νησί. Είναι υπαρξιακός προορισμός όπως τα Κύθηρα του Χέλντερλιν, τόπος συμβολικός όπως η Θούλη. Η έκφραση «πάω Μύκονο» ήταν, στα χρόνια της Μεγάλης Ελλάδας, ομολογία πατριωτισμού. Σήμαινε ότι όχι μόνον έχεις καταλάβει το βαθύτερο νόημα της ελληνικής ζωής, αλλά έχεις βρει τον τρόπο να το κάνεις δικό σου, να ζήσεις όπως μόνον οι Ελληνες ξέρουν να ζουν. Ξέρεις να κρατάς τη θέση σου στην πασαρέλα του ξεσαλώματος, και το κυριότερο, ξέρεις πως ο Θεός ή κάποια μοίρα σε έριξαν σ' αυτόν τον τόπο για να ξοδεύεσαι και να ξοδεύεις. Η Μύκονος ήταν κατάκτηση ζωής, χωνευτήρι των πόθων ενός ολόκληρου χειμώνα, κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Γράφει η Χριστίνα Ταχιάου
Η θητεία μου στα αντίσκηνα ξεκινά κάπου στη δεκαετία του ’70, παιδάκι ακόμη, στην έρημη Χαλκιδική. Συνεχίζεται στα ‘80’ς, όταν πλέον ένιωθα εθισμένη στην ελευθερία της σκηνής που τη στήνεις όπου θέλεις. Έζησα τον παράδεισο που ονομαζόταν Σιθωνία. Μυθικά μέρη, όπως τις Καβουρότρυπες, την Τριστινίκα, το Αζάπικο, το Κριαρίτσι, τα γνώρισα με ελάχιστο κόσμο, καθόλου κτίσματα και χωρίς σκουπίδια. Και χωρίς beach bar, μουσική και φασαρία. Μόνο με ήχο θάλασσας, πεντακάθαρη άμμο και άστρα.
Γράφει η Χριστίνα Πουλίδου
Είναι μια παράξενη προσέγγιση – κατά ένα περίεργο τρόπο νοσταλγική και βαθύτατα σπαρακτική, μια ψυχανάλυση κι ένας αναστοχασμός. «Ενός παιδιού που βλέπει χωρίς να καταλαβαίνει, κι ενός ακαδημαϊκού που προσπαθεί να καταλάβει». Κάπως έτσι περιγράφεται στο «Spiegel» το βιβλίο ενός εβραίου που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο Άουσβιτς («Τοπία από τη Μητρόπολη του Θανάτου: Στοχασμοί στη Μνήμη και τη Φαντασία»).
Το ρεπορτάζ είναι αναλυτικό και δεν κρύβει τίποτα. Μύκονος. Καλοκαίρι 2013. Το νησί "βουλιάζει" από τουρισμό και δεν καταλαβαίνει μία από την ελληνική κρίση. Παντού γέλια, χαχανητά αιθέριες υπάρξεις κλπ. Οκ, μέχρι εδώ όλα καλά και μάλλον δεν μας πέφτει λόγος. Κάπου εδώ όμως ξεκινάνε τα δύσκολα...
Γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρίου
Μετά το τέλος της «Μήδειας», στο κατά 3/5 γεμάτο θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, παρατηρούσα τον Γιώργο Κιμούλη πώς απολάμβανε το δυνατό χειροκρότημα. Μάλιστα, ορισμένοι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι για να τον επευφημήσουν. Ήταν φανερά ικανοποιημένος με την απόδοσή του, ορατά ανακουφισμένος. Στις τρεις φορές που βγήκε, έτρεξε προς τον κόσμο για να υποκλιθεί με τη φουριόζικη χαρά ενός έφηβου, για να αρπάξει την επιβράβευση και να τη χώσει βαθιά μες την καρδιά του. Δε χόρταινε τα παλαμάκια, τον έβλεπες, δεν ήθελε να φύγει από τη σκηνή, λαχταρούσε τον επόμενο χτύπο της επιβράβευσης. Ίσως, αισθανόταν δικαιωμένος με την ερμηνεία του, ένιωθε ότι κατάφερε επιτέλους να σπάσει την εγωκεντρική μανιέρα που του χρεώνουν τόσα χρόνια.
Των Σταθη Ν. Καλυβα και Νικου Μαραντζιδη*
Η επιλογή του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλου να μας θυμίσει τον Αρη Βελουχιώτη και τη φράση του «καλή αντάμωση στα γουναράδικα», επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη βαθύτερη εμπέδωση μιας πολιτικής πρακτικής που βασίζεται στην καταχρηστική ιδιοποίηση της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου για προπαγανδιστικούς σκοπούς.


Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon