Από το niemandsrose.blogspot.gr
Ζούσε σε ένα σπίτι δίπατο, παλιό, ερήπιο σχεδόν, με εσωτερική σιδερένια περιστρεφόμενη σκάλα, μια σταλιά, νοτισμένο από την υγρασία, με πάτωμα καλυμμένο με πλαστικό δάπεδο, με μπάνιο εξωτερικό. Το σπίτι αυτό, όταν κατάφερα να εντοπίσω πού μένει, με μάγεψε. Με τα πράσινα, ξύλινα, φθαρμένα παραθυρόφυλλά του, το πόσο ψηλό φαινόταν, έτσι στενό που ήταν. Ο πύργος του πρίγκιπά μου. Ω, τι σημασία έχουν τα χρόνια. Πάντοτε ήταν ο πιο νέος άνθρωπος που γνώρισα. Χωρίς τηλέφωνο, τηλεόραση κι αυτοκίνητo. Περπατούσε ατέλειωτες διαδρομές. Θα πρέπει να είχε και αμέτρητες γκόμενες. Ωραίος άντρας. Στα μάτια μου ο πιο ωραίος του κόσμου.
Γράφει ο kapakapamoiris
Να σου πω ότι όλα είναι καλά, ψέμα θα είναι. Πιο μεγάλο όμως αν σου πω ότι δεν είναι. Λεφτά, κι ας είναι ακρωτηριασμένα, μπήκαν κι αυτό το μήνα στο σπίτι. Θυμάσαι το Boxing Helena; Έτσι είναι το μηνιάτικο, σαν την Helena λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ζωντανό μα έκτρωμα. Αλλά δεν πειράζει, κανείς δεν λείπει και φέτος, ξαναμετρηθήκαμε για σιγουριά. Κοιμόμαστε στα κρεβάτια μας, όχι σε παγκάκια, αυτοκίνητα ή σε καναπέδες φίλων. Τα χέρια μας μπαίνουν και βγαίνουν ανενόχλητα μέσα κι έξω απ΄το πάπλωμα, δεν φιλοξενούν καμιά βελόνα μέσα στη φλέβα να τους φωνάζει «ώπα! ως εκεί». Το πρωί ακούμε το ξυπνητήρι κι όχι μια φωνή που λέει -μ΄αυτό τον ενικό της οικείας παγωμάρας- «βάλε το θερμόμετρο». Τριανταοκτώ και τέσσερα. Σκατά. Είπα θερμόμετρο, ζέστη έχουμε, εικοσιένα βαθμούς, αλλά έχουμε.
Του Δημήτρη Αλικάκου
Πάει καιρός που βρέθηκα στη Βιέννη, ξακουστή – εκτός των άλλων – για τα περίφημα cafe της. Είχα διαβάσει σε πολλούς ταξιδιωτικούς οδηγούς στο διαδίκτυο ότι σε ένα από αυτά σύχναζε ο Χίτλερ στα νιάτα του. Στο cafe Sperl. Θες από περιέργεια, θες γιατί η σκούφια του κρατάει από το 1880, θες γιατί ήθελα να μάθω περισσότερα για τις προτιμήσεις του αδόλφου… τέλος πάντων πήγα.
Με το που άνοιξα την πόρτα αντίκρισα έναν γραβατωμένο κύριο με γυαλιά, γύρω στα 45, να στέκεται όρθιος πίσω από ένα πάγκο και να γράφει. Με καλωσόρισε στα γερμανικά (έτσι νομίζω) και στη συνέχεια μου έδειξε ένα άδειο τραπέζι στα αριστερά.
Από το giagiaduck.posterous.com
Λενάκι,
Ποιον εαυτό θάβουμε μεγαλώνοντας; Αυτό αναρωτιόμουν ξανά σήμερα το πρωί κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, στη γωνία Αλεξάνδρας και Ιπποκράτους, εκεί μ'έπιασε. Απ'τα μούτρα. Αναμενόμενο βέβαια- αν κάπου σε περιμένει ο θαμμένος σου εαυτός, είναι στα μέρη που τά'χεις περπατήσει, με ήλιο, αέρα και βροχή, μόνη ή αγκαλιά, μέρη που τά'χεις ποτίσει με συναισθήματα για χρόνια στη σειρά.
Από το kospanti
Όλα ξεκίνησαν τότε που πήγε η τρελή να με κάψει. Ρούφηξα παθιασμένα ένα από τα Gauloises blondes μου, δήθεν ατάραχος στις βρισιές και τις φωνές που άκουγα. Αυτό την εξόργισε περισσότερο. Γράπωσε την λακ των μαλλιών απ’ το μπάνιο και την ώρα που η καύτρα του τσιγάρου φούντωνε μου ψέκασε το πρόσωπο. Η φλόγα δυνάμωσε χωρίς να προκαλέσει κάποια ζημιά. Σηκώθηκα αγριεμένος. Έκανα ένα βήμα μπρος, προς την πλευρά της, έτοιμος να τη χτυπήσω. Σταμάτησα. Την κοίταξα για λίγο, επέστρεψα στην κατάσταση ηρεμίας μου. Περπάτησα ως την πόρτα, άνοιξα και βγήκα. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Στο δρόμο στριμωγμένος μέσα στο παλτό μου, μπορούσα να ακούω κατάρες και χυδαιότητες. Κάποιοι γείτονες κοιτούσαν σαν χαζοί. Ο περιπτεράς γελούσε. Εκείνη στο μπαλκόνι συνέχιζε, σχίζοντας και πετώντας στο πεζοδρόμιο όλα μου τα ρούχα. Συνέχισα χωρίς να γυρίσω πίσω μου να δω. Ποτέ μην προσποιείσαι τον ήρεμο σε μια γυναίκα που θέλει καυγά.
Γράφει ο Χρήστος Μιχαηλίδης
Θα είσαι πάντα εδώ, να σε κρατάω από το μπράτσο και να παίρνω δύναμη. Τον γιο μας, δες πως ψήλωσε! Δεν χρειάζεται να μου μιλάς. Την φωνή σου την ξέρω. Αν και πιο πολύ, εγώ λάτρεψα τη σιωπή σου, από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα - θυμάσαι; Χμ, χαίρομαι, αγάπη μου,.... Η απουσία σου, στη δουλειά, στο ψάρεμα με τους φίλους, στο καθήκον όποτε σε καλούσε η πατρίδα, δεν ήταν ποτέ απουσία για μένα. Έμαθα κι εγώ, μέσα στη σιωπή, να σε θέλω και να σε έχω. Να σε ακούω και να σε αγγίζω. Να σε χάνω, και να βρίσκω. Να υπάρχω, κάθε στιγμή. Απαρατήρητη. Ήσουν αυστηρός, του καθήκοντος και της πειθαρχίας. Έτσι, έμαθα κι εγώ κοντά σου. Το άγγιγμά σου στον ώμο μου, ήταν η αγκαλιά που άλλες γυναίκες λαχταρούν και δεν γεύονται ποτέ. Τη σάρκα μου την είδε μόνο το σκοτάδι.
Από το taxamenaepeisodia.wordpress.com
Θα έρθεις πάλι να με πάρεις από το αεροδρόμιο και θα με πας από τον πιο μακρινό δρόμο, με το πρόσχημα ότι σου αρέσει περισσότερο η διαδρομή και όχι γιατί φοβάσαι την εθνική. Και θα μιλάμε πάλι για όσα έγιναν την τελευταία εβδομάδα και δεν θα μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα κανένα, γιατί θα υπάρχει πάντα μια μαύρη τρύπα που θα ρουφάει νούμερα και αποτελέσματα και ανθρώπους. Κι ύστερα θα κάνουμε βόλτες και θα σκεφτόμαστε πόσο μεγάλος άθλος είναι πια που χαμογελάμε και κάνουμε σχέδια για το μέλλον ενώ γύρω μας η πόλη φοράει άλλη μια μεγάλη νύχτα.
Από το silentcrossing.wordpress.com
Δύο χρόνια να κοιμάσαι στο πλάι μου, να με νανουρίζει η βαριά σου ανάσα στο σκοτάδι, να γελάω με το ροχαλητό σου, να αναρωτιέμαι τι μπορεί να σκέφτεσαι και αναστενάζεις έτσι βαθιά, που και που τινάζεσαι από κάποιο άσχημο όνειρο, τι έχεις δει από τον κόσμο, τι να έχεις καταλάβει, εσύ γεννήθηκες πάνω στην εθνική και κινδύνεψες από τα φορτηγά του Ασπρόπυργου, δυο χρόνια να σε έχω συνεχώς στο μυαλό μου, δυο χρόνια να περιμένεις πίσω από μια πόρτα, να κάνουμε μεγάλους περιπάτους στην παραλία, να τρέχεις πίσω απ’ το αυτοκίνητο όταν φεύγω και σ’ αφήνω, δυο χρόνια να στεναχωριέμαι που σε αφήνω, δυο χρόνια να φοβάσαι μήπως σε αφήσω κι εγώ όπως οι προηγούμενοι και να μην έχω τρόπο να σου πω ότι αν σε αφήσω θα χαθώ εγώ πρώτος
Γράφει ο Кроткая
Είμαι ασταθής. Σε κάποιες φάσεις μου έχουν αρέσει πχ τα Χριστούγεννα, φέτος τα σιχαίνομαι. Με εκνευρίζει που γέμισε ο τόπος γιρλάντες και λαμπιόνια, με εκνευρίζει ο στολισμός του δήμου, με ενοχλούν οι βιτρίνες με τις κόκκινες μπάλες και τα γκι. Μου τη σπάει που άρχισε να χιονίζει στο βλογ μου, να θυμηθώ να ψάξω πώς βγαίνει το χιόνι.
Από το blog.costinho
Και τελειώνει η νύχτα κλαίγοντας. Μόνος σου, χαμένος στη φωτοβολία, σε παίρνει και σπας. Σπάζεις, σε κομμάτια και πλήκτρα. Θυμάσαι ότι παλιότερα έσπαγες πιο συχνά, πιο φυσικά, πιο αναγκαία. Σαν από επιθυμία. Τώρα, σαν από πείσμα, και ενώ τα πάντα γύρω σου στο ζητάνε, εσύ κρατιέσαι, σφίγγεις τα δόντια πάνω στα χείλη μέχρι να ματώσουν και αρνείσαι να σπάσεις. Δεν παραδίνεσαι. Είναι όμως πολλά που σου φέρνει η νύχτα κι η καθάρια φωτοβολία της. Που σου ζητάνε παράδοση.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon