«Υπήρχαν ισχυρισμοί εδώ και πολλά χρόνια ότι η Χρυσή Αυγή είχε διακλαδωθεί με έναν underground χώρο που περιλάμβανε από δράσεις για την «εκκαθάριση» των πόλεων από διαφόρους «υπανθρώπους» -σύμφωνα με το χυδαίο λεκτικό της οργάνωσης- μέχρι την εμπλοκή ανθρώπων της σε παράνομες οικονομικές συναλλαγές.
Όντως αιφνιδιάστηκα, βεβαίως θετικά, από τις συντονισμένες κινήσεις των Αρχών με σκοπό την αποκάλυψη των υπόγειων, παράνομων και ακραίων δράσεων της Χρυσής Αυγής. Πάντως, θεωρώ ότι ακόμα βρισκόμαστε πολύ μακριά από το "ξήλωμα" της οργάνωσης».
της Μαρίας Κατσουνάκη | Καθημερινή
Αν δει κανείς τη φετινή ελληνική κινηματογραφική παραγωγή ως fresco της κοινωνίας, κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω, για να παρατηρήσει από απόσταση τη νωπογραφία, το κόκκινο χρώμα εναλλάσσεται με το γκρίζο. Η βία και ο φόβος αλληλοτροφοδοτούνται· ανάμεσά τους άνθρωποι στενεμένοι ψυχικά, με διαλυμένη καθημερινότητα, μέσα σε έναν ίλιγγο ανατροπών και αιφνιδιασμών.
– Γιατί ένας Ελληνας μπορεί να ελκύεται από ένα ακραίο πολιτικό μόρφωμα, όπως η Χρυσή Αυγή;
Γράφει το ποτρατίφ
Η εικόνα του Ηλία Κασιδιάρη να βγαίνει από τα δικαστήρια υποδυόμενος τον εγχώριο James Bond, βρίζοντας και κλωτσώντας το πλήθος κατ’ εντολή του αθέατου και αρρωστημένου σκηνοθέτη που ζει μέσα στο μυαλό του, θα αποτελεί ίσως μία από τις πιο εμβληματικές και συμβολικές εικόνες της μεταπολίτευσης. Γιατί δεν ήταν ο ρόλος του γελοίου υπερήρωα που έπαιζε ανακλαστικά και σύμφωνα με τις υποδείξεις της ασυνείδητης φυσικής του σώματός του, αλλά και το ότι στρεφόταν ενάντια σε ανθρώπους που υπηρετούσαν τον κόσμο του θεάματος, που έχει γεννήσει και τον ίδιο. Ο ολοκληρωτισμός της τηλεόρασης δεχόταν επίθεση από τα παιδιά της.
Της Μαρίας Κατσουνάκη
Σχολίαζε η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, χθες το πρωί, σε συνέντευξή της στη Δημόσια Τηλεόραση, μεταξύ πολλών άλλων, και την αντίδραση των τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής κατά την αποχώρησή τους από τη Σχολή Ευελπίδων, αφού αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Ηρθε η κουβέντα στη συμπεριφορά τους (ανομολόγητες ύβρεις, χειρονομίες, κλωτσιές κ.ο.κ. προς τους δημοσιογράφους) που παρακολούθησε το πανελλήνιο σε ζωντανή σύνδεση – και μέσω του Διαδικτύου και η διεθνής κοινότητα. Η 87χρονη κορυφαία βυζαντινολόγος δεν άφησε κανένα περιθώριο στο επιχείρημα περί «ανεκτικής δημοκρατίας», για τη μη παρέμβαση της Πολιτείας. «Οχι», είπε. «Η Ελληνική Δημοκρατία είναι έτσι. Δεν προστατεύει τον εαυτό της. Δεν υπάρχουν μόνο προνόμια, αλλά καθήκοντα και υποχρεώσεις».
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου | Καθημερινή
Εδώ και μερικές ημέρες, μου συμβαίνει κάτι άκρως δυσάρεστο. Προσπαθώντας να ξυπνήσω το πρωί, πίνοντας τον ένα καφέ μετά τον άλλο, ή να χαλαρώσω το βράδυ από τον «κάματο της ημέρας», με το πανάρχαιο εργαλείο του Διονύσου που, όπως λέει ο Κάδμος στις «Βάκχες», χρησιμεύει για να αναπαύει τους θνητούς, στο καθιστικό εισβάλλουν διάφοροι απρόσκλητοι. Είναι άγριοι και ασχημονούν γενικώς. Φωνάζουν, κλωτσούν, φτύνουν, βρίζουν, απειλούν και ας τους έχουν περάσει χειροπέδες κάτι άλλοι που τα πρόσωπά τους είναι σκεπασμένα με κουκούλες. Και ας τους πηγαίνουν πέρα-δώθε με κάτι μεγάλα αυτοκίνητα με σκοτεινά τζάμια.
Γράφει η Άννα Δαμιανίδη | Protagon
Πήγα στην έκθεση του μεταπτυχιακού του γιου μου στην Πολεοδομία, στο UCL, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στη διεθνή κατάταξη. Οι περισσότεροι ξένοι φοιτητές είναι Κινέζοι, δεύτερη ξένη ομάδα είναι οι Έλληνες. Στο προπτυχιακό είναι λιγότεροι, αλλά πάλι σε μεγάλη αναλογία, όπως σε όλη τη Βρετανία. Είναι περίεργο πώς προσαρμόζονται σε ρυθμούς εντατικής δουλειάς, και το ευχαριστιούνται κιόλας, παιδιά που οι παλιοί συμμαθητές τους κλείνουν τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα «κατά της εντατικοποίησης». Ή, μάλλον, δεν είναι περίεργο. Στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη δυστυχία των νέων είναι η αδράνεια, και ξεφεύγοντας από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τη γλιτώνουν σε μεγάλο βαθμό.
Γράφει ο Φώτης Γεωργελές | Athensvoice
Το πρώτο κάλεσμα για την Πλατεία Συντάγματος έγινε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Οι διαμαρτυρίες θα ήταν σιωπηλές, χωρίς πανό και κομματικά συνθήματα. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, και επιβεβαιώθηκε άλλη μια φορά ότι το Μέσον δεν είναι το μήνυμα. Ο παλιός κόσμος πήρε πάλι την κατάσταση στα χέρια του. Συνήθιζα κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά να ανεβαίνω τη Σταδίου μέχρι την πλατεία. Έβλεπα τι συνέβαινε αλλά δεν ήθελα ακόμα να το παραδεχτώ. Είχα γράψει μάλιστα ένα άρθρο για να δικαιολογήσω την κατάσταση, περισσότερο στον εαυτό μου: Κάπως έτσι, έλεγα, πολιτικοποιείται ο κόσμος, σιγά σιγά, στο δρόμο. Μέχρι να βρει το δρόμο του.


Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon